Η heavy metal μεσουρανεί, ο Freddie Mercury πεθαίνει ξαφνικά και η grunge ντύνει όλο το Σιάτλ με καρό πουκάμισα και Doc Martens. Γιατί το 1991 είναι μια από τις σημαντικότερες μουσικές χρονιές της δεκαετίας του ’90;
Από την Άννα Φαρδή
25/01/2021
Έχει υπάρξει καλύτερη χρονιά για τη ροκ μουσική μετά το 1991; Πολλοί ισχυρίζονται πως όχι, όταν μιλούν για τη χρονιά που έπλασε τις post punk, new wave και heavy metal ζύμωσεις της περασμένης δεκαετίας σε όλα εκείνα τα υποείδη που διαμόρφωσαν τελικά την alternative rock μέχρι σήμερα. Όσο το grunge κρατάει τα ηνία, κάνοντας το Σιάτλ ομφαλό της μουσικής, οι My Bloody Valentine δημιουργούν το shoegaze και οι Kyuss κυκλοφορούν το ντεμπούτο της stoner. Την ίδια στιγμή οι Massive Attack φτιάχνουν αυτό που αργότερα θα ονομαστεί trip hop, ενώ το alternative rap και η trance αρχίζουν να αναδύονται. Και μόλις ξεκινήσαμε.
Το ίδιο έτος, οι Serge Gainsbourg, Gene Clark (The Byrds) και Miles Davis πεθαίνουν πριν την ώρα τους, οι δύο πρώτοι από έμφραγμα και ο τελευταίος από εγκεφαλικό. Οι μουσικόφιλοι, όμως, καταρρέουν στις 24 Νοεμβρίου από το θάνατο του Freddie Mercury, ο οποίος μόλις την προηγούμενη μέρα έχει ανακοινώσει πως πάσχει από HIV. Είναι μόλις μερικοί μήνες μετά την κυκλοφορία του «Innuendo» που έχει σαρώσει τα ευρωπαϊκά charts και δείχνει μια επιστροφή των Queen στον αρχικό, πιο δυνατό ήχο τους.
Ο πόλεμος του Κόλπου μαίνεται για λίγο ακόμα ισχυρός και αμφιλεγόμενος, ενώ ο κόσμος παρακολουθεί καθηλωμένος από τις τηλεοράσεις του την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και προσπαθεί να συντονιστεί με τη νέα –διασπασμένη- πραγματικότητα, που δεν σκιάζεται από τον Ψυχρό Πόλεμο. Αβεβαιότητα, ραγδαίες αλλαγές, φόβος υπό τη σκιά της νέας χιλιετίας που πλησιάζει: δεν είναι τυχαίο σε χρονικές περιόδους τόσο τεταμένες, η μουσική να μετατρέπεται σε έξοδο κινδύνου, γεννώντας έμπνευση και ριζοσπαστισμό.
Heavy και να καίει
Το 1991 η heavy metal και έχει απλωθεί τόσο πολύ ώστε να περιλαμβάνει πλέον όλες τις υποκατηγορίες που σιγά σιγά αποσπάστηκαν, δημιουργώντας ένα είδος γεμάτο –εξοργιστικά εκτενή – παρακλάδια. Είχε φτάσει πλέον στο σημείο εκείνο της δημοφιλίας που της επιτρέπει να αποσυρθεί αναίμακτα από το προσκήνιο, καμαρώνοντας πλέον τα παιδιά της.
Τότε, οι Metallica κυκλοφορούν τον πέμπτο, ομώνυμο δίσκο τους, γνωστό και ως «The Black Album». Φτάνει στην κορυφή του Billboard και σηματοδοτεί την απομάκρυνση της μπάντας των James Hetfield και Lars Ulrich από τις trash αναζητήσεις τους σε ένα πιο μελωδικό, heavy μέλλον, ενώ αποφασίσουν να αγκαλιάσουν την εμπορική τους πλευρά, γυρίζοντας ακριβά βιντεο-κλιπ και βγάζοντας σινγκλ φιλικά στο ραδιόφωνο. Σφιχτό, ώριμο και γεμάτο παλμό , το «Metallica» μας χάρισε πρώτα από όλα τα «Enter Sandman», «The Unforgiven» και φυσικά το «Nothing Else Matters». Το άλμπουμ έμελλε να γίνει ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών καθώς και εκείνο με τις περισσότερες πωλήσεις για το συγκρότημα.
Μένουμε στο Λος Άντζελες και παρακολουθούμε ένα event κυκλοφορίας δίσκου που όμοιο του δεν είχε ξαναγίνει. Οι Guns N’ Roses βγάζουν σε μία μέρα όχι ένα, αλλά δύο, διπλά άλμπουμ, τα «Use Your Illusion I & II» (εδώ λέμε: ποια Taylor Swift με τις πολλαπλές περσινές κυκλοφορίες;), κατακτούν τις δύο πρώτες θέσεις στο Billboard και, παρά το άνισο αποτέλεσμα των δύο δίσκων, καταφέρνουν να καταθέσουν αρκετές στιγμές μουσικής ευφυΐας, ανάμεσα στις οποίες το έπος των επών, «November Rain».
Άγρυπνοι στο Σιάτλ
Ο όρος grunge δημιουργήθηκε καθαρά σαν ένα μαρκετίστικο τρικ από τη Sub Pop και ο ίδιος ο Cobain τον μισούσε: το βραχύβιο αλλά επιδραστικό παιδί της πανκ και της μέταλ όμως, ξεπέρασε κάθε προσδοκία και περιορισμό, πατώντας στην ανάγκη των νέων, από απόκληροι, να νιώσουν κομμάτι μιας δικής τους αυθεντικής και ανυπότακτης κοινότητας.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναγνωρίζει το στρουμπουλό μωρό που κολυμπάει προς το αγκιστρωμένο δολάριο του «Nevermind» και που να μην μπαίνει αμέσως στο ρυθμό του «Smells Like Teen Spirit». Οι Nirvana, με το δεύτερο δίσκο τους, κατάφεραν να σκοτώσουν με μια κίνηση την hair και glam μέταλ σκηνή. Το γεγονός ότι οι προαναφερθέντες Metallica και Guns N’ Roses δεν ξαναείδαν ποτέ τέτοια μεγαλεία όπως εκείνη τη χρονιά (ούτε κανένας άλλος στο είδος) το αποδεικνύει.
Φυσικά οι Nirvana μπορεί να ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της σκηνής, αλλά δεν καινοτομούσαν μόνοι τους. Το ‘91 σκάει επίσης το ντεμπούτο των Pearl Jam και θα μείνει στο top 200 του Billboard σχεδόν για μια πενταετία, αφού γίνει 13 φορές πλατινένιο. Κατάθλιψη, αυτοκτονία, μοναξιά, φόνοι: η θεματολογία που σκαλίζει το «Ten» δεν είναι ευκολοχώνευτη, όμως η λυρικότητα που θυμίζει ύμνο κατάφερε να μετατρέψει τραγικές ιστορίες όπως του «Jeremy» σε κομμάτια που ακούμε ακόμα σε μπαρ μέχρι σήμερα.
Μπορεί οι Nirvana να έχουν συνδεθεί με τη γέννηση του grunge, όμως οι Soundgarden εκείνη τη χρονιά έβγαζαν ήδη τον τρίτο δίσκο τους: το «Badmotorfinger». Η αντικατάσταση του μπασίστα Jason Everman από τον Ben Shepherd έφερε νέα πνοή στην μπάντα, χάρη στο ταλέντο του, και μπορεί να μην έγιναν ποτέ τόσο MTV-friendly όσο οι Nirvana αλλά ο δίσκος τους έδωσε νέα καλλιτεχνία και λογοτεχνική αξία στη mainstream μέταλ.
Με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα
Φαντάσου να προσπαθείς να μην μπλέξεις τα πεντάλια και τελικά να σου βγει το όνομα∙ αυτό ακριβώς συνέβη με το shoegaze. Η «σκηνή που γιορτάζει τον εαυτό της», προσωνύμιο που πήρε από το Melody Maker χάρη στην υποστήριξη που έδειχναν οι καλλιτέχνες μεταξύ τους, μπορεί να προέκυψε την ίδια περίοδο με την grunge, αλλά δεν είχε ποτέ τη φαγωμάρα και τον ανταγωνισμό της δεύτερης.
Προσηλωμένοι στη δημιουργία τους, όσο και στα πεντάλια τους, οι My Bloody Valentine ήταν εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια για το νέο είδος και έβγαλαν τον καλύτερο δίσκο του (και έναν από τους σημαντικότερους γενικά). Το «Loveless» του 1991 όχι μόνο αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο του shoegaze με τα θολά ριφ και τα ανδρόγυνα, μπερδεμένα φωνητικά του αλλά ήταν και η κορυφή της καριέρας τους – έπρεπε άλλωστε να περάσουν είκοσι δύο χρόνια μέχρι τον επόμενο δίσκο το 2013 και από τότε βρίσκονται ξανά σε σιγή.
Ποιος έφτιαξε την post rock;
Το 1991 επίσης, κυκλοφορεί ο δίσκος που θεωρείται από πολλούς ο καλύτερος της post rock. Το κύκνειο άσμα των Talk Talk, το «Laughing Stock» ήταν ένας δίσκος διχαστικός, που κατέληξε να αναγνωρίζεται ως αριστούργημα, χάρη στην τελειομανία των Mark Hollis και Lee Harris, που συγκέντρωσαν περίπου πενήντα μουσικούς, οι οποίοι αυτοσχεδίασαν μέχρι να νιώσουν πως «εξέφρασαν τον χαρακτήρα τους και τελειοποίησαν την συνεισφορά τους στην αγνότερη, ειλικρινέστερη ουσία». Με δυο λόγια, το «Laughing Stock» αντηχεί τι μπορεί πραγματικά να προσφέρει ο πειραματισμός στη ροκ.
Την ίδια περίοδο, οι Slint κυκλοφορούν το «Spiderland», ένα άλμπουμ ορόσημο για την πειραματική ροκ, που συχνά περνάει κάτω από το ραντάρ. Το συγκρότημα από το Κεντάκι στρέφεται σε πιο post rock μονοπάτια, ψηφίζει υπνωτιστική επαναληψιμότητα και επιβεβαιώνει πως η νέα δεκαετία ήταν η εκκίνηση των αναζητήσεων – ακόμα κι αν αυτός ο δίσκος σήμανε παράλληλα τη διάλυσή του.
Εν αρχή (του stoner) ην οι Kyuss
Κοντά στην έρημο της Καλιφόρνια, άλλο ένα μουσικό παρακλάδι αρχίζει να επωάζεται. Το stoner, μία από τις δημοφιλέστερες τάσεις των 90’s, ξεφύτρωσε με την ανθεκτικότητα του κάκτου έπειτα από το ντεμπούτο των Kyuss «Wretch», το Σεπτέμβριο του 1991 μπλέκοντας ψυχεδέλεια με doom και acid στοιχεία. Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος δίσκος τους, αλλά η καινοτομία καθώς και η δημοφιλία που απέκτησε τα επόμενα χρόνια τον τοποθετεί στους σπουδαιότερους της χρονιάς, που έθεσε τις βάσεις για τον μουσικό πλουραλισμό στη ροκ μουσική.
Μάχη για το βρετανικό στέμμα
Στη Μεγάλη Βρετανία τα πράγματα είναι εξίσου πολυφωνικά, με αρκετά νέα κινήματα να αναμοχλεύονται μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας. Στο Λονδίνο, τέσσερις πιτσιρικάδες υπό το όνομα Blur βγάζουν το ντεμπούτο τους «Leisure». Δεν έχουν φανταστεί πως λίγα χρόνια αργότερα θα γίνονται υπασπιστές στη Μάχη της Μπρίτποπ∙ μπορεί ο Damon Albarn να αντιπαθεί το δίσκο του, θεωρώντας τον έναν από τους δύο κακούς που έχει βγάλει σε όλη την καριέρα του, όμως δεν παύει να είναι το νερό στο αυλάκι που θα πάρει διαστάσεις Τάμεση για την ανερχόμενη Βρετανική σκηνή.
Στο Μπρίστολ, από την άλλη, ένα ακόμα ντεμπούτο κόβεται και μπαίνει σε θήκες, μετά από μπόλικη δουλειά και χάρη στο σπρώξιμο της Neneh Cherry. Ο λόγος για τους Massive Attack που μπλέκουν breakbeats, σαμπλαρίσματα και το ραπάρισμα του Robert «3D» Del Naja, φτιάχνοντας όμως ένα άλμπουμ που απέχει παρασάγγας από το παραδοσιακό χιπ χοπ. Η μείξη του αμερικανοτραφούς είδους με την βρετανική underground έκανε το «Blue Lines» πρωτομάστορα αυτού που θα ονομαζόταν trip hop αργότερα – τότε περιγραφόταν μόνο με τα πεσμένα σαγόνια στο κάθε άκουσμα.
Τέλος, στη Γλασκώβη, το ρεύμα κινείται από κάποιους που βρίσκονται ήδη μια δεκαετία στο κουρμπέτι. Οι Primal Scream έχουν δύο άλμπουμ στο δυναμικό τους, όμως το 1991 κάνουν μια πιρουέτα και αγκαλιάζουν το house στοιχείο, που δένει άψογα με τις ψυχεδελικές και garage επιρροές τους. Το κράμα που προκύπτει ονομάζεται «Screamadelica», είναι ο πρώτος δίσκος τους που σημειώνει εμπορική επιτυχία και ξεπερνά φραγμούς και κατηγοριοποιήσεις – είναι απλά ευρηματικός και ασύλληπτος.
Υπήρχε ροκ και πριν το ’91
Καλοί οι εορτασμοί για τα νεογνά μουσικά είδη, αλλά δεν παύουν να αποτελούν συνέχεια ζυμώσεων που εξελίσσονταν τις προηγούμενες δεκαετίες, και δημιουργών που ακόμα πάλλονταν γεμάτοι έμπνευση και ζωντάνια. Έτσι, μπάντες που βρίσκονταν ήδη στην κορυφή του μουσικού στερεώματος ή μερικά σκαλοπάτια πριν, γέμισαν τα δισκάδικα επίσης με άλμπουμ που, αν δεν άλλαξαν την μουσική πορεία, σίγουρα τη σημάδεψαν.
Οι U2 αποφασίζουν να απαντήσουν στις αρνητικές αντιδράσεις που τους κατηγόρησαν πως παίρνουν τους εαυτούς τους υπερβολικά στα σοβαρά μετά το «Rattle and Hum», βουτώντας στην ειρωνεία και το μεταμοντερνισμό. Το «Achtung Baby» είναι για πολλούς ο δυνατότερος δίσκος τους, συνδυάζοντας τους πιο προσωπικούς και καλογραμμένους στίχους του Bono μέχρι σήμερα, με μια σειρά από υπερ-επιτυχίες («One», «Mysterious Ways»).
Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, οι R.E.M. χαμηλώνουν τον ήχο και ακροβατούν ανάμεσα στην χαρωπή, πολύχρωμη ενέργεια του «Shinny Happy People» και το απρόσμενο χιτ με το χαρακτηριστικό μαντολίνο του «Losing my Religion». Ακόμα δυσκολεύομαι να δεχτώ πως, τα δυο ετερόκλητα κομμάτια που έγραψαν ιστορία παρά τις αντιθέσεις τους, ανήκουν στο «Out of Time».
Αντίστοιχα, οι Red Hot Chili Peppers αποφασίζουν να στρέψουν την προσοχή τους στις μελωδικές συνεισφορές του John Frusciante και – καμία έκπληξη εδώ – να γράψουν για κάποιους τον σπουδαιότερο δίσκο της καριέρας τους. Το «Blood Sex Sugar Magik» έθεσε τις βάσεις για μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια τους και, μπορεί να έδιωξε τον Frusciante εκτός μπάντας στη μέση της περιοδείας (όταν δεν κατόρθωσε να αντέξει το νέο στάτους του σούπερ σταρ), όμως έκανε πραγματικότητα αυτό που χρόνια προσπαθούσαν: τους ανέβασε στο βάθρο ανάμεσα στις πιο επιδραστικές μπάντες της σύγχρονης ροκ σκηνής.