Με μπόλικη ίντριγκα και πυκνή δραματουργία, η νέα σειρά της Cosmote TV καταφέρνει να κρατήσει μαγνητική την υποφώσκουσα έντασή της, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για back to back παρακολούθηση.
Από τον Ιωσήφ Πρωϊμάκη
18/05/2021
Άκρως ενθαρρυντική και αν μη τι άλλο αναζωογονητική για τα ματάκια μας, η επένδυση της Cosmote TV στην ελληνική μυθοπλασία έχει επηρεάσει όσο λίγα πράγματα την αναβάθμιση του εγχώριου τηλεοπτικού σκηνικού, όχι μόνο με τις κινηματογραφικές ταινίες που παλαιόθεν χρηματοδοτεί, αλλά και με τις σειρές που εσχάτως παράγει. Το «Έτερος Εγώ», που βελτιώνεται με κάθε του σεζόν, είναι ένα μικρό μόνο δείγμα των πραγμάτων για τα οποία είναι ικανή η τοπική οπτικοακουστική κοινότητα, ενώ το «42°C», που έκανε την πρεμιέρα του την περασμένη Παρασκευή, είναι μια ένδειξη θάρρους για το κανάλι, που δεν περιχαρακώνεται σε πετυχημένους τίτλους, αλλά ρισκάρει και με νέες, καίτοι παρόμοιου ύφους παραγωγές.
Στο «42°C», που είναι διαθέσιμο στον on demand κατάλογο Cosmote TV Plus, το παλιό, ένοχο μυστικό που διάλυσε μια αρχοντική οικογένεια κάποιου αδιευκρίνιστου ελληνικού νησιού, έρχεται να στοιχειώσει τα μέλη της, όταν αυτά επανενώνονται κάτω από μακάβριες συνθήκες. Η Λένα (Ναταλία Swift), έπειτα από την εξάχρονη απουσία της από το νησί, επιστρέφει για το μνημόσυνο της μητέρας της, όμως ο θάνατος της αδερφής της, Άννας (ηλεκτρική η παρουσία της Σεμίραμις Αμπατζόγλου) που συμβαίνει λίγες ώρες μετά την άφιξή της στο σπίτι, θα φέρει στην επιφάνεια τις χειρότερες αναμνήσεις της από το μέρος αυτό.
Στην προσπάθειά της να ανακαλύψει τους υπεύθυνους, θα βρει ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του εφηβικού της έρωτα, Νίκου (εξαιρετικός ο συνεχώς σε σημείο βρασμού Κώστας Νικούλι), ενώ θα έρθει αντιμέτωπη με την οικογένειά της: από την αυταρχική θεία της, Καίτη (Κατερίνα Λέχου) που είναι και η mama-famiglia της οικογένειας, μέχρι την συγκαταβατική και γλυκομίλητη θεία Ελένη (Έμιλυ Κολιανδρή) αλλά και τον σκοτεινό σύζυγό της, τον Μάρκο (αγνώριστος ο Theo Alexander, που έβαλε 20 κιλά για το ρόλο). Παράλληλα με τη Λένα και τον Νίκο, που στοχοποιείται και ο ίδιος για τον θάνατο της Άννας, το μυστήριο προσπαθεί να λύσει και ο αστυνομικός του νησιού (Χρήστος Λούλης).
Συνδυάζοντας τον αβανταδόρικο ρόλο του με το ερμηνευτικό του εκτόπισμα, ο Χρήστος Λούλης αναδεικνύεται ως κεντρική αφηγηματική άγκυρα της ιστορίας, κρατώντας τον θεατή γειωμένο καθώς το σενάριο τον παρασέρνει στην «αυλή των τεράτων» που συνθέτουν οι χαρακτήρες του. Πολλοί χαρακτήρες, πολλά μυστικά, πολλές σχέσεις κι ακόμη περισσότερες ισορροπίες έτοιμες να καταρρεύσουν, το ψηφιδωτό των ηρώων απλώνεται σαν μια παρτίδα σκάκι που, στα πρώτα τρία επεισόδια ξεδιπλώνεται σχεδόν βασανιστικά, με το ερωτικό θρίλερ να γέρνει περισσότερο στο δράμα παρά στο μυστήριο, τη σκηνοθεσία να παίρνει τον εαυτό της λίγο παραπάνω στα σοβαρά απ’ όσο χρειάζεται, και το πλέξιμο των διασυνδέσεων να απειλεί την ίντριγκα.
Ωστόσο, μετά το τρίτο επεισόδιο, όπου οι δυναμικές έχουν πια εδραιωθεί, η αφήγηση βρίσκει το καύσιμο που χρειάζεται στο μυστήριό της, κι αυτός ο Lynch-ικής ποιότητας τρόπος με τον οποίο μετατρέπει τον μικρόκοσμο της κλειστής κοινωνίας σε πέπλο συγκάλυψης και συνενοχής, απλώνει σκιές από «Μπλε Βελούδο» σε ένα σκηνικό όπου μυστικά, ψέματα και μια γενικευμένη σήψη φαίνεται να λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός ενός αφηγηματικού σύμπαντος όπου η άρνηση παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με την απόκρυψη και η παραπλάνηση πάει χέρι-χέρι με το τραύμα.
Βραβευμένη ως καλύτερη τοποθεσία για γυρίσματα στην Ευρώπη, θα περίμενε κανείς η Κέρκυρα, που φιλοξένησε την παραγωγή, να παίζει έναν ρόλο πιο σημαντικό στα τεκταινόμενα, απ’ το generic παραθαλάσσιο υπόβαθρο που παρέχει στην ιστορία. Ωστόσο, μπλοκάροντας κάθε είδους καρποσταλικές παρεκτροπές, ο Γερμανοτραφής σκηνοθέτης Γιώργος Παπαβασιλείου επιλέγει να κλείσει το κάδρο του, περιορίζοντας τους χαρακτήρες του σε ένα πλαίσιο κλειστοφοβικό, που εντείνει την αίσθηση απομόνωσής τους σε έναν μη τόπο, μια ασαφή τοποθεσία, απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη, κι ως εκ τούτου τόσο αναπόδραστη για τους ήρωες όσο και οι συνθήκες στις οποίες βρίσκουν τον εαυτό τους.
Πάντως, η κομματάκι αραφινάριστη αφηγηματική τεχνική του, σε συνδυασμό με τις αρκετές τρύπεςε του σεναρίου, προκαλεί κατά τόπους αναταράξεις στη ροή της ιστορίας, με τα ελλειμματικά σημεία αναφοράς στα πολλαπλά flashback, ενίοτε να προκαλούν σύγχυση αντί αγωνίας – ιδίως στο φινάλε της σειράς. Παρ’ όλα αυτά, το μπλέξιμο εν τέλει συνεισφέρει στο πηχτό σασπένς που διατρέχει τους «42οC», και κρατά την υφέρπουσα ένταση ηλεκτρισμένη αρκετά, ώστε να δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για back to back θέαση, χωρίς την ανάγκη αγκιστρώματος σε εύκολα cliffhangers. Πράγμα πολύτιμο σε μια χώρα που, χάρη και στις προσπάθειες της Cosmote TV, αρχίζει να πιστεύει στην τηλεοπτική μυθοπλασία της ξανά.