Η βραδιά της 24ης Σεπτεμβρίου ήταν γεμάτη συγκίνηση και ερωτισμό, και οι Madrugada έδωσαν μια εξαιρετική ερμηνεία που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό.
Απο την Μαρία Μεταξά
26/09/2022
Aπό τη στιγμή που ανακοινώθηκε η επανένωση των Madrugada και κυκλοφόρησε το «Chimes at Midnight», τον Ιανουάριο του 2022, η Ελλάδα ανυπομονούσε για την πολυπόθητη στιγμή που έμελλε να έρθει 9 μήνες αργότερα. Κι έτσι, νωρίς το βραδάκι του περασμένου Σαββάτου, χιλιάδες κόσμου ανέβαινε προς το Καλλιμάρμαρο, έξω από το οποίο είχαν στηθεί τα γνωστά σταντ με μπλουζάκια με τυπωμένο το εξώφυλλο του «Industrial Silence» και το όνομα της μπάντας, αλλά και κιόσκια με ψητά στα κάρβουνα, το go-to των φεστιβάλ στη χώρα μας που κατά κάποιον τρόπο επισφραγίζει τη δημοτικότητα των μουσικών.
Τη βραδιά άνοιξε η Ελληνο-νορβηγίδα Amanda Tenfjord, με εξαιρετική ενορχήστρωση και παραγωγή στα indie pop τραγούδια της, με τα Die Together και Kill The Lonely να ξεχωρίζουν, θυμίζοντας ωστόσο έντονα το κλίμα της Eurovision. Το κοινό ανταποκρίθηκε όταν η Amanda αναφέρθηκε στη γιαγιά της, 102 ετών, η οποία από τα Γιάννενα παρακολουθούσε την εμφάνιση της εγγονής της μέσω βιντεοκλήσης, και μας προέτρεψε να φωτίσουμε τον χώρο με τα κινητά μας.
Με δυνατά τύμπανα και μια απροσδόκητη προσθήκη δύο χορευτριών, στη σκηνή ανέβηκε και η τραγουδίστρια Evangelia, η οποία συνόδευσε την Amanda στο ντουέτο τους, AMAN.
Δες περισσότερα για την Amanda Tenfjord εδώ.
Λίγο μετά τις 9, ήρθε η ώρα να ανέβουν στη σκηνή οι ―πάντα σικάτοι και καλοντυμένοι― πρωταγωνιστές της βραδιάς, οι οποίοι άνοιξαν με το βαθιά ερωτικό Nobody Loves You Like I Do από τον καινούριο τους δίσκο, και το ρεφραίν του τραγουδιού θα μπορούσε άνετα να απευθύνεται από το ελληνικό κοινό προς τη μπάντα. Το επίσης φρέσκο και ήδη αγαπημένο Running From the Love of Your Life και το Higher από το ντεμπούτο της μπάντας ακολούθησαν, βαραίνοντας λίγο τους τόνους και με μπλε φώτα να χρωματίζουν τη σκηνή, δίνοντας τη σκυτάλη στον Frode Jacobsen να μας τρελάνει με το μπάσο του στο λατρεμένο Hands Up – I Love You από το «The Nightly Disease» του 2001.
Οι πρώτες νότες του Electric βγήκαν από την κιθάρα και το κοινό ξέσπασε σε ιαχές, με μια ντισκομπάλα να σκορπίζει παντού θραύσματα φωτός και εναποθέτοντας στον καθένα μας ένα μικρό κομμάτι από τη μαγεία του τραγουδιού. Ακολούθησε το αγαπημένο What’s On Your Mind και το φρέσκο Help Yourself to Me, με τον πάντα γοητευτικό Sivert Høyem να τραγουδά με μια ακουστική κιθάρα, ενώ στη συνέχεια μας ευχαρίστησε που έχουμε αγαπήσει τόσο τα νέα κομμάτια της μπάντας ―και υποσχέθηκε να συνεχίσει με παλιότερα, κλασικά και αγαπημένα, μετά από το υπέροχο Call My Name. Πάντως, το κοινό φαινόταν να ξέρει τους στίχους τόσο από τα παλιότερα όσο και από τα καινούρια κομμάτα της μπάντας, και μέσα σε λίγους μόλις μήνες το «Chimes at Midnight» έχει ήδη εντυπωθεί στις καρδιές των θαυμαστών.
Τότε, οι οθόνες γέμισαν με χέρια να κινούνται ψυχεδελικά, τα φώτα κοκκίνισαν, και το ατμοσφαιρικό, σέξυ Black Mambo από το Nighty Disease αντήχησε στο Καλλιμάρμαρο, για να πάρει σειρά το πονεμένο Salt από το μακρινό 1999. Ο Sivert απομακρύνθηκε λιγάκι, για να επιστρέψει με ένα αστραφτερό σακάκι με παγέτες, ως δεύτερη ντισκομπάλα επί σκηνής που αντανακλούσε τους προβολείς παντού στο κοινό και η μπάντα ξέσπασε στη ροκιά Bloodshot Adult Commitment από το «Grit» του 2002.
Και είχε φτάσει η στιγμή για το ιερό Majesty, το οποίο χτίστηκε σιγά σιγά με ακουστική κιθάρα για να προστεθούν έγχορδα, και να απογειωθεί με ένα φοβερό σόλο στην κιθάρα, ενώ το κοινό τραγουδούσε με μια φωνή. Τελευταίο κομμάτι πριν την αποχώρηση των Madrugada από τη σκηνή ήταν το βαθύ και σκοτεινό Strange Colour Blue, μια απροσδόκητη οπτικοακουστική εμπειρία που μας πήγε σε ένα επικίνδυνο ταξίδι μέσα στη νύχτα: βαρύγδουπα τύμπανα και εικόνες ενός σκοτεινού δρόμου, σβηστά φώτα και ο Sivert να παίζει με μια κάμερα χειρός στραμμένη προς το κοινό, φωτίζοντας τα πρόσωπα, εκτελώντας σχεδόν ένα installation επί σκηνής.
Μετά από μερικά λεπτά φωνών και χειροκροτημάτων, η μπάντα επέστρεψε στη σκηνή για το encore, με ένα μυστηριακό intro με τύμπανα σχεδόν τελετουργικά από τον Jon Lauvland Pettersen να εισάγει τη χορωδία Irida Vocal Ensemble στο επιβλητικό και μεγαλειώδες Stabat Mater από τον τελευταίο δίσκο, και στο αγαπημένο Honey Bee από το 2010.
Ανάμεσα στο κοινό, υπήρχαν πολλές παρέες και οικογένειες με νορβηγικές σημαίες, οι οποίες αναφώνησαν χαρούμενες όταν ο Høyem έφερε τη special guest της βραδιάς με την κρυστάλλινη φωνή, Ane Brun, στη σκηνή, για να τραγουδήσουν μαζί το ―οριακά country pop― ντουέτο Lift Me, για πρώτη φορά εκτός της πατρίδας τους. Η πολύ γλυκιά στιγμή σκοτείνιασε με το βαρύ και γεμάτο πάθος Only When You’re Gone, για να πάρει μια απρόσμενη τροπή με το Look Away Lucifer που άφησε κάπως σοκαρισμένους μερικούς από τους θεατές, αφού σταυροί και δαιμονικές παρουσίες περνούσαν από την οθόνη, φέρνοντας στο μυαλό τόσο το σκοτάδι της Σκανδιναβίας, όσο και το θρύλο περί συμβολαίων με το διάβολο για τη φήμη και τη δόξα…
Δύο ώρες είχαν περάσει, και μετά από τις ευχαριστίες του Høyem προς κάθε μέλος της μπάντας ξεχωριστά, προς τη χορωδία, την Ane Brun και την Amanda Tenfjord, αλλά και προς το ελληνικό κοινό για την αγάπη του, βούτηξε στους θεατές στο απόγειο του The Kids Are on High Street, για να ανέβει ξανά ―κύριος― από τις σκάλες στη σκηνή, μιας και το κοινό δεν τον έσπρωξε προς τα πίσω, αλλά τον τράβηξε στην αγκαλιά του.
Οι Madrugada αποχαιρέτησαν με το Valley of Deception από το 2008, κλείνοντας ένα χορταστικό, ώριμο σετ που κάλυψε ολόκληρη την πορεία τους και γέμισε το ιστορικό Παναθηναϊκό Στάδιο με συγκίνηση, ερωτισμό, και ανυπομονησία για όλα αυτά που μένει ακόμα να έρθουν.
Photo Gallery
Chronis Perrakis SmileOrWhatever
Δες και αυτό: https://www.pepper966.gr/i-epistrofi-ton-madrugada/