Ο καιρός φορά τα πιο «κλειστά» του για να ταιριάξει με τις συνθήκες που διανύουμε, συνθέτοντας την ιδανική αφορμή για να θυμηθούμε τις αγαπημένες μας μουσικές ταινίες και να φέρουμε το πάρτι στο σαλόνι μας.
Pepper Team
19/11/2020
Ερμηνευτές – ινδάλματα, δημιουργοί που χάραξαν τον ρου τις ποπ κουλτούρας, μουσικά ρεύματα που διαμόρφωσαν εποχές ολόκληρες εκφράζοντάς τες με τρόπο εκρηκτικό, φιγούρες που εξελίχθηκαν σε εμβλήματα των καιρών τους και cult προσωπικότητες που, ίσως κι ανεπίγνωστά τους, άφησαν το σημάδι τους στις γενιές που ακολούθησαν – αυτά, κι ακόμη περισσότερα συνθέτουν τον κόσμο της μουσικής, που το σινεμά τα αγκάλιασε με τον πιο γλυκό τρόπο, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της μουσικής να συγκινεί, να ενώνει, να ανακουφίζει και, βεβαίως, να υπερβαίνει τον άνθρωπο που την παράγει, δημιουργώντας αφηγήσεις οικουμενικές, διασκεδαστικές και άκρως ξεσηκωτικές. Σε μια περίοδο που χρειαζόμαστε ακριβώς αυτά, κάναμε μια βουτιά στις ταινιοθήκες μας για να θυμηθούμε μερικές από τις αγαπημένες μας και να τις μοιραστούμε μαζί σας. Ανεβάστε την ένταση, και φύγαμε!
Stop Making Sense (Jonathan Demme, 1984) – Γιώργος Μουχταρίδης
Ακόμη και σήμερα, 36 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το «Stop Making Sense» των Talking Heads αποτελεί έναν θρίαμβο της πρωτοπορίας, των φρέσκων ιδεών και της φαντασίας μιας ομάδας, ενός συγκροτήματος, αλλά κυρίως ενός ανθρώπου: του David Byrne, που μπόρεσε και έδωσε σώμα και εικόνα, σάρκα και οστά σε όσα πίστευε, σε όσα οραματίστηκε και σε όσα ήθελε να εκφράσει με την τέχνη του και τα τραγούδια του. Ο μύθος θέλει τα γυρίσματα να έγιναν στην California, στο Pantages Theater, σε τέσσερις ημέρες τεσσάρων συνεχόμενων live του γκρουπ. Εκείνη τη χρονιά, και γενικότερα την διετία 1983-84, οι Talking Heads, όλοι πρώην φοιτητές σχολής καλών τεχνών, βρίσκονται στο απόγειο της καριέρας τους και θεωρούνται μια από τις κορυφαίες εναλλακτικές μπάντες της δεκαετίας. Το μουσικό τους χαρμάνι είναι σφιχτό, δεμένο, πέρα για πέρα διακριτό και ξεχωριστό, αφού από το 1976 παντρεύουν το πανκ, το φανκ, τους ρυθμούς της world music, το rock, και την avant-garde με συνέπεια και με όραμα, και πλέον αυτό που βγαίνει ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση, ενέργεια, ρυθμό, και μια περίεργη και ιδιαίτερη διάθεση για… επικοινωνία.
Το φιλμ, που αγνόησε σκόπιμα και επιδεικτικά κάθε κανόνα που γνώριζε μέχρι τότε η μουσική βιομηχανία για το πώς γυρίζεται σε φιλμ μια συναυλία, ηλεκτρίζει με τις πρωτότυπες και καλοδουλεμένες ιδέες του και την αισθητική του τόσο σε επίπεδο μουσικής, ενορχηστρώσεων, χορογραφίας, όσο σύλληψης, φωτισμού, εικόνας και μοντάζ. Σκηνοθετημένο από τον νεόφυτο τότε Jonathan Demme, πριν τις δόξες (και τα Όσκαρ) της «Σιωπής των Αμνών», δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι θεωρείται το κορυφαίο μουσικό ντοκιμαντέρ live συναυλίας, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες ταινίες ανεξάρτητης παραγωγής – γιατί, όπως ίσως μαντεύετε, το φιλμ χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τους ίδιους τους Heads, αφού κανένας τότε δεν πίστεψε στην επιτυχία του. «Δεν θέλαμε καμιά από τις γνωστές μάλ…ες που είχαμε δει μέχρι τότε», είπαν το 2014. Αυτός είναι και ο λόγος που το «Stop Making Sense» – τίτλος παρμένος από στίχο στο τραγούδι «Girlfriend is better» – μοιάζει και σήμερα, 36 χρόνια μετά, φρέσκο και ξεσηκωτικό.
Purple Rain (Albert Magnoli, 1984) – Ιωσήφ Πρωϊμάκης
Οι ανοιχτές πλατείες δεν είναι πάντα ο ιδανικός χώρος για να απολαύσεις σινεμά. Όσο ρομαντισμό κι αν κουβαλούν εικόνες κόσμου που συγκεντρώνεται γύρω από μια οθόνη, κάτω απ’ τα αστέρια του ουρανού, σε απροσδόκητα αστικά σκηνικά, η συνθήκη της ελεύθερης προβολής πάντα φέρνει μαζί της και μια ελευθεριότητα στη σχέση των θεατών με την διαδικασία, που μπορεί να τινάξει την ταινία στον αέρα. Ωστόσο, εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι στην πλατεία Αυδή, Ιούλιο του 2016, που το Athens Open Air Film Festival έφερε το «Purple Rain» σε μια απ’ τις ομορφότερες γωνιές της πόλης, ήταν μια από τις πιο γοητευτικές προβολές που έχω βιώσει.
Λίγους μήνες μετά τον τραγικό χαμό του, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, ο Prince, σε όλη την λαμπερή γοητεία του, ζωντάνευε ξανά στην οθόνη, αγκαλιάζοντας ένα κοινό μαγεμένο από τη συναισθηματική θέρμη και την ερμηνευτική του ειλικρίνεια. Τα τραγούδια του, μερικά από τα πιο σπαρακτικά της δισκογραφίας του («When the Doves Cry», «Purple Rain», «Darling Nikki»), που παίζαμε στα ραδιόφωνα μανιωδώς τους προηγούμενους μήνες, βρήκαν ξαφνικά μια επιπλέον διάσταση, κι η ιστορία του, ως ένας χαρισματικός, αλλά ραγισμένος νεαρός καλλιτέχνης που ψάχνει, απλά, λίγη αποδοχή, έγινε ο ιδανικός επίλογος για μια συλλογική απώλεια που, για δυο ώρες ένα βράδι του Ιουλίου στην πλατεία Αυδή, ένωσε μια χούφτα αγνώστων με τον τρόπο που μόνο το σινεμά μπορεί να κάνει. Και κάπως έτσι το «Purple Rain», μια από τις καλύτερες μουσικές ταινίες όλων των εποχών, τρύπωσε στη λίστα των αγαπημένων μου ταινιών, μουσικών και μη.
Amadeus (Miloš Forman, 1984) – Μαρία Ανδρικάκη
Μια μουσική μονομαχία μεταξύ του «τέρατος» Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και του Σαλιέρι, που έλαβε και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (κι άλλα 7) το 1985, από τις 11 συνολικά υποψηφιότητες. Ο γρήγορος δρόμος ανάδειξης του Αυστριακού θηρίου και το μίσος και η ζήλια που προκάλεσε στη συντηρητική κοινωνία και στην Αυλή. Το άδοξο τέλος του, το φάντασμα του πατέρα του, ο εαυτός του που τελικά τον “κατάπιε” και το Requiem που άφησε εποχή. Όλα αυτά υπό τους ήχους του «Βόλφι», όπως τον φώναζε η αγαπημένη του Κονστάνς… Μαγικός Αυλός, Ντον Τζιοβάνι, Φίγκαρο είναι ένα μικρό μόνο μέρος από το soundtrack της ταινίας. Από το soundtrack της ζωής του Αμαντέους. Αυτού, που έχει την Αγάπη του Θεού.
Τhe Doors (Oliver Stone, 1991) – Δημήτρης Λεμονίδης
Ίσως η ταινία που καθόρισε τα εφηβικά μου χρόνια, όσο καμία. Η σκηνοθετική ματιά του Oliver Stone, σε συνδυασμό με την μοναδική ερμηνεία του Val Kilmer ως Jim Morrison – ο οποίος ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον χαρακτήρα του, που μετά το τέλος των γυρισμάτων, χρειάστηκε θεραπεία για να «απαλλαχτεί» από αυτόν – την κατέστησαν μία από τις σημαντικότερες ταινίες της εποχής της. Στην «φλεγόμενη» Αμερική των 60s, ξεδιπλώνεται η ιστορία του μουσικού συγκροτήματος Doors και του χαρισματικού, ευφυή αλλά και αυτοκαταστροφικού ποιητή και τραγουδιστή του συγκροτήματος, Jim Morrison. Απ’ τις πιο δυνατές σκηνές, αυτή με το ατύχημα των Ινδιάνων εργατών, το οποίο σημάδεψε την ζωή του Morrison, δημιουργώντας έτσι το alter ego του: τον Lizard king, αλλά και τον σαμάνο που «έβλεπε» σε στιγμές εσωτερικών αναζητήσεων-παραισθήσεων και οραμάτων του επικείμενου θανάτου του. Οι μέρες που διανύουμε, αποτελούν ιδανική ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε την ταινία αλλά και να την δουν εκείνοι που δεν το έχουν ήδη κάνει.
Tuxedomoon: No tears (Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1998) – Άννα Φαρδή
Ο αταξινόμητος σκηνοθέτης των καλτ απόκληρων και των ροκ εραστών μπορεί να έφυγε νωρίς, πρόλαβε όμως να μας αφήσει παρακαταθήκη – εκτός από τους ήρωες του ιδιότροπου σινεμά του και το μουσικό ναό του Gagarin 205 -, ένα μουσικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στην αγαπημένη του, καλτ no wave μπάντα Tuxedomoon. Με τις ανατριχίλες του «Jinx» να ανοίγουν την εικόνα, τα βασικά μέλη και ιδρυτές της μπάντας Steven Brown, Blaine Reininger και Peter Principle αναθυμούνται στην πορεία τους ως μουσικοί νομάδες, αυτοεξόριστοι σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, που τελικά τους πρόλαβε. Ο Τριανταφυλλίδης τους κινηματογραφεί στην επανένωση τους και ενώ προετοιμάζουν την επετειακή συναυλία τους στο Λυκαβηττό, την οποία διοργάνωσε ο ίδιος, ενώ η προσωπική σχέση που τους ένωνε ήδη από προηγούμενες μουσικές συνεργασίες τους, του επέτρεψε την πρόσβαση σε σπάνιο αρχειακό υλικό από τις παρθενικές εμφανίσεις τους. Στοιχειοθετώντας, τελικά, την πιο πλήρη καταγραφή της ιστορίας τους μέχρι σήμερα.
Scratch (2001, Doug Pray) – Φώτης Χρηστίδης (DJ Spector)
Το 2001 το βινύλιο ήταν στα πολύ κάτω του, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Ο περισσότερος κόσμος αντικαθιστούσε τους δίσκους του με CD πουλώντας ό,τι είχε σε σχεδόν μηδενικές τιμές, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έβρισκες βινύλια μέχρι και στα σκουπίδια. Για τους λίγους, τότε, κολλημένους που συνέχιζαν να λατρεύουν και να επενδύουν στις δισκοθήκες τους, το «Scratch» ήταν ένα σοκ και μια δικαίωση – μια ταινία που σου έλεγε ότι δεν ήσουν μόνος, υπάρχουν και άλλοι σαν εσένα. Όλη η ιστορία και εξέλιξη του Hip Hop DJing, από τα 70s μέχρι το 2001, περνάει μπροστά σου με συνεντεύξεις και ιστορίες από τους πρωτοπόρους, σαν τον Grand Wizzard Theodore, τον Afrika Bambaataa και τον Grand Master Flash, μέχρι τα αστέρια της εποχής, τον DJ Qbert, τον DJ Shadow, τον DJ Krush, τον DJ Premier και πολλούς άλλους. Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τότε που το πρωτοείδα, τα πράγματα στην μουσική έχουν αλλάξει όσο δεν πάει, αλλά η συγκίνηση και η αγαλλίαση που είχα νιώσει την πρώτη φορά που το είδα θα με ακολουθεί για πάντα. Αξίζει και μόνο για τη σκηνή που σου δείχνει το δισκάδικο που κάνει digging ο DJ Shadow!
Walk the Line (James Mangold, 2005) – Μαρία Μεταξά
Αυτό το biopic για το θρυλικό Johnny Cash ακολουθεί τη ζωή του μουσικού από τα παιδικά του χρόνια στο Arkansas, στους δύο του γάμους και στην άνοδό του στη σκηνή της country. Η ερμηνεία του Joaquin Phoenix είναι τρομερά γοητευτική, αλλά είναι η Reese Witherspoon στο ρόλο της June Carter που κλέβει την παράσταση (γι’ αυτό άλλωστε κέρδισε και Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου). Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν απίστευτη χημεία, και μας χαρίζουν εξαιρετικές εκτελέσεις τραγουδιών όπως το ―γραμμένο από τον Bob Dylan― It Ain’t Me, Babe, αλλά και το υπέροχο «Ring Of Fire», που γράφτηκε αρχικά από την Carter.
Searching for Sugarman (Malik Bendjelloul, 2012) – DJ Snatch (Στέλιος Καραβίτης)
Το 1970, ένας Μεξικανός-Αμερικανός τραγουδιστής/τραγουδοποιός με το όνομα Sixto Rodriguez κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με όνομα «Cold Fact», μια συλλογή από ποιητικά και κοινωνικά τραγούδια. Οι ενθουσιασμένοι παραγωγοί του ήταν πεπεισμένοι ότι θα ξεπερνούσε τον Ντύλαν. Ούτε καν – ο Rodriguez, με ακόμα ένα αποτυχημένο άλμπουμ το 1971, έμεινε χωρίς δισκογραφική εταιρία, στράφηκε στην χειρωνακτική εργασία για τον βιοπορισμό του και εξαφανίστηκε. 30 χρόνια μετά 2 φαν του από τη Νότια Αφρική ξεκινούν το ταξίδι αναζήτησης του καλλιτέχνη που έγινε το soundtrack του anti-apartheid κινήματος και πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα, χωρίς ο ίδιος να έχει ιδέα! Μια ιστορία που θα σας ζεστάνει την καρδιά, με φανταστικό soundtrack και εξαιρετική σκηνοθεσία, χάρη στην οποία η ταινια απέσπασε Όσκαρ και BAFTA καλύτερου ντοκιμαντέρ το 2013.
Get on Up (Tate Taylor, 2014) – Κοσμάς Δεβελέγκας
O σκηνοθέτης Tate Taylor παρουσιάζει τη θυελλώδη ιστορία του James Brown και ο Chadwick Boseman καθηλώνει με την ερμηνεία του, στο ρόλο του «νονού» της soul. Στην ταινία εναλλάσσονται εικόνες από διαφορετικές περιόδους της ζωής του Βrown, αποκαλύπτοντας το ταλέντο αλλά και τους δαίμονες μιας από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες της μουσικής του 20ου αιώνα. Ο Nelsan Ellis στο ρόλο του τραγουδιστή Bobby Byrd, ο Dan Aykroyd στο ρόλο του μάνατζερ του James Brown για περισσότερα από 40 χρόνια, Ben Bart, η Viola Davis στο ρόλο της μητέρας του James Brown, Susie και ο Craig Robinson στο ρόλο του σαξοφωνίστα Maceo Parker συμπληρώνουν το πρωταγωνιστικό καστ του “Get on Up”.
Kurt Cobain: Montage of Heck (Brett Morgen, 2015) – Γιάννης Καστανάκης
Το Montage of Heck για τον Kurt Cobain, είναι το πιο αντιπροσωπευτικό ντοκιμαντέρ που έχω δει, για τον ψυχισμό και την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη. Είναι όλα εκεί. Η παιδικότητα του Kurt αλλά και η αυτοκαταστροφή του. Τα χειρόγραφα και τα σχέδια του ζωντανεύουν μπροστά μας (κυκλοφορεί και ένα βιβλίο με αυτό το περιεχόμενο που αξίζει να το έχετε ή να το διαβάσετε), η φωνή του ακούγεται από τις προσωπικές ηχογραφήσεις στο κασετόφωνο του από τότε που ήταν έφηβος (μια κασέτα του είχε τον τίτλο Montage of Heck – εξ’ ου και ο τίτλος), το προσωπικό του αρχείο που παραχώρησε η οικογένεια του είναι πλούσιο, οι άνθρωποι της ζωής του μιλούν γι’ αυτόν και ολόκληρη η πορεία του ξεδιπλώνεται από την αρχή έως το τέλος. Τα συστατικά της επιτυχίας του Kurt Cobain ήταν μια οικογένεια που τον εγκατάλειψε, μια ενοχή που τον ακολουθούσε παντού σαν σκιά, άφθονα ναρκωτικά και ένα παιδί που δεν μεγάλωσε. Το τέλος εξίσου τραγικό. Μια ταινία για τη ζωή ενός ανθρώπου που άλλαξε τη μουσική.
What Happened, Miss Simone (Liz Garbus, 2015) – Βαρβάρα Σαββίδη
«Θα σου πω τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος. Να μην φοβάσαι. Αυτό σημαίνει ελευθερία».
Το «What happened, Miss Simone», είναι ένα πορτραίτο της ζωής της Nina Simone μέσα από δικές της συνεντεύξεις, όπου αφηγείται πόσο σκληρά εργαζόταν για να γίνει η πρώτη μαύρη πιανίστρια της Αμερικής, πώς έχασε μια μεγάλη υποτροφία σπουδών εξαιτίας του χρώματος του δέρματός της, πώς έτυχε να γίνει τραγουδίστρια, πώς ακόμη και όταν έγινε διάσημη ως τζαζ μουσικός, είχε πάντα ένα παράπονο: ότι δεν κατάφερε να γίνει κλασική πιανίστρια.
Η σπουδαία μουσικός, περφόρμερ και ακτιβίστρια των δικαιωμάτων των μαύρων είχε μια ταραχώδη ζωή, στοιχεία της οποίας παρουσιάζει το βραβευμένο ντοκιμαντέρ της Liz Garbus μέσα από αρχειακό υλικό, πολλή μουσική και συνεντεύξεις με συνεργάτες, φίλους και μέλη της οικογένειας της Simone, που φωτίζουν την πάλη της με τη διπολική διαταραχή, την κατάθλιψη, τις καταχρήσεις, τη φήμη, την κακοποίηση, την ακτιβιστική της δράση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι βραβεύθηκε με Emmy, αλλά και Peabody Award ως καλύτερο ντοκιμαντέρ της χρονιάς του.
Quincy (Rashida Jones, Alan Hicks, 2018) – Γιώργος Νάστος
Ενορχηστρωτής, παραγωγός, τραγουδοποιός, σολίστας, ο πολυβραβευμένος Κουίνσι Τζόουνς δεν είναι μόνο ένας ζωντανός θρύλος που καθόρισε με την καριέρα του τη μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα αλλά και μία larger than life προσωπικότητα. Το απολαυστικό ντοκιμαντέρ «Quincy», που είναι διαθέσιμο για streaming στο Netflix, διατρέχει όλη τη ζωή του: τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στο South Side του Σικάγο, τον ρατσισμό με τον οποίο είχε έρθει αντιμέτωπος, τους έρωτες, τους γάμους, τα παιδιά, τις περιπέτειες υγείας που παραλίγο να του κοστίσουν τη ζωή, αλλά και τους επαγγελματικούς θριάμβους του. Μιλάμε άλλωστε για έναν τύπο (87χρονο σήμερα) που έχει συνεργαστεί με τους πάντες: από την Dinah Washington και τον Frank Sinatra έως τον Michael Jackson και τον Will Smith. Κι επίσης για μια ταινία που βραβεύθηκε με Grammy.