Η επικείμενη κυκλοφορία της συλλογής με τα κινηματογραφικά του κομμάτια, έδωσε στον σπουδαίο καλλιτέχνη την αφορμή να μιλήσει εκ βαθέων στους New York Times σε μια συναρπαστική συνέντευξη.
Απο τον Γιώργο Νάστο
06/11/2020
Λίγοι μουσικοί αξίζουν πραγματικά τον χαρακτηρισμό «τεράστιος». Σε αυτούς συγκαταλέγεται σίγουρα ο Brian Eno, ο «Πάπας» της ambient μουσικής, ο οποίος θα κυκλοφορήσει στις 13 Νοεμβρίου τη συλλογή «Brian Eno (Film Music, 1976-2020)» με συνθέσεις του που ακούστηκαν σε διάφορες κινηματογραφικές ταινίες, είτε γράφτηκαν ειδικά για αυτές, είτε όχι. Τα 17 κομμάτια έχουν ακουστεί σε φιλμ σημαντικών auteurs όπως ο Michelangelo Antonioni και ο David Lynch και σε εμβληματικές δημιουργίες του σινεμά όπως το «Trainspotting» ή το «Heat». Με αφορμή το επικείμενο release, ο 72χρονος Βρετανός παραχώρησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στους New York Times.
Παρόλο που αποδέχεται ότι προφήτεψε τρόπον τινά την ανάγκη για μουσική που λειτουργεί επιτελεστικά ως προς τη δημιουργία ατμόσφαιρας, δηλώνει ότι «πιο συχνά εκπλήσσομαι με όσα δεν μπόρεσα να προβλέψω σωστά. Για παράδειγμα, όταν στις αρχές των 80s ζούσα στη Νέα Υόρκη, είδα έναν συνθέτη, τον Rhys Chatham, να περπατάει στον δρόμο με Walkman. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αυτό το γκάτζετ και σκέφτηκα: “τι ανόητη ιδέα, αυτή η μόδα δεν πρόκειται ποτέ να κρατήσει πολύ. Γιατί να θέλει κάποιος να περπατάει στον δρόμο και να μην ακούει του ήχους του;”. Έπεσα τελείως έξω. Βέβαια, ποτέ δεν μπόρεσα να συνηθίσω να περπατάω φορώντας ακουστικά. Δεν μου αρέσει. Σε αποκόβει από τον κόσμο. Κάτι που με απογοητεύει σταθερά είναι το ότι κάθε νέα τεχνολογία που έχει προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες ωθεί στην κονιορτοποίηση της κοινωνίας σε όλο και περισσότερα άτομα και όλο και μικρότερες κοινότητες. Θα ήθελα να δω μεγάλες κοινότητες να χτίζονται ξανά. Βέβαια, το διαδίκτυο έχει δημιουργήσει καινούργια είδη κοινοτήτων, όμως δυστυχώς αυτό συμβαίνει σε σύνδεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα που σχετίζεται με μια έντονη μορφή αυνανισμού. Όλα είναι τόσο αυτοαναφορικά και οι μικρόκοσμοι που φτιάχνονται τόσο περίκλειστοι που εύκολα μπορείς να πιστέψεις ότι όλος ο κόσμος είναι έτσι».
Σε άλλη απάντησή του, ξεκαθαρίζει ότι η ταινία που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα κινηματογραφικά σάουντρακ είναι η «Ιουλιέτα των Πνευμάτων», του Federico Fellini: «θυμάμαι να ακούω το σάουντρακ και να σκέφτομαι ότι η μουσική για ταινίες δεν μπορεί να είναι υπερβολικά συγκεκριμένη, δεν πρέπει να ζωγραφίζει ολόκληρη την εικόνα». Στη συνέντευξη ξεκαθαρίζει ότι η γκάμα χρήσης των έργων του δεν τον προβληματίζει. Αναφέρει ως παράδειγμα το «Heroes», μια συνεργασία του με τον David Bowie, λέγοντας ότι δεν έχει φθαρεί παρότι έχει ακουστεί τόσο πολύ: «Ενα από τα πιο συναρπαστικά χαρακτηριστικά της μουσικής είναι η ευελιξία της. Πόσο φοβερό είναι το ότι το “Deep Blue Day” ένα κομμάτι που έγραψα για μια σκηνή στην οποία ένα διαστημικό αεροσκάφος προσεγγίζει τη σελήνη, ταίριαξε τόσο πολύ και στη σεκάνς από το “Trainspotting”, όπου κάποιος βουτάει στην τουαλέτα ψάχνοντας τα ναρκωτικά του;».
Αυτές τις μέρες απέχει από τη σύνθεση μουσικής και γράφει ένα δοκίμιο που λέγεται «Inevitable-ism»: «αφορά αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι η αρρώστια της ουτοπικής σκέψης, αυτή την ιδέα πως η ιστορία έχει μια αναπόφευκτη κατεύθυνση. Εχω γκώσει από τον “αναποφευκτισμό”». Παράλληλα επεξεργάζεται κομμάτια που είχε συνθέσει παλιότερα και μπήκε στη διαδικασία να τα ακούσει κατά τη διάρκεια του ανοιξιάτικου lockdown: «Μερικά είναι τόσο ανοίκεια, σαν να τα έγραψε κάποιος άλλος. Επομένως, αισθάνομαι σαν να συνεργάζομαι με τους διάφορους παλιούς εαυτούς μου, αυτούς τους ενθουσιώδεις αγνώστους που μπορεί να μπήκαν σε ένα στούντιο το 1995, για παράδειγμα».
Σχετικό θέμα:
Το ” Film Music 1976-2020″ θα κυκλοφορήσει 13 Νοεμβρίου