Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα: το «Squid Game» είναι πολύ κοντά στον τίτλο της πιο επιτυχημένες παραγωγής στην ιστορία του Netflix, όμως το καινούριο σκανδιναβικό το έχετε προσέξει;
Απο τον Γιώργο Νάστο
12/10/2021
Οι αριθμοί, ως γνωστόν, δεν λένε ποτέ ψέματα. Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα αδιάσειστα στοιχεία. Ο ελληνικής καταγωγής Ted Sarandos, co-CEO του Netflix, δήλωσε ότι το νοτιοκορεάτικο «Squid Game» θα αναδειχθεί κατά πάσα πιθανότητα στην πιο επιτυχημένη παραγωγή στην ιστορία της δημοφιλούς υπηρεσίας streaming ψυχαγωγικού περιεχομένου. Περισσότερες από 45 δισεκατομμύρια προβολές έχουν συγκεντρώσει πάντως μέχρι στιγμής τα βίντεο με το hashtag #SquidGame στην πλατφόρμα TikTok, ενώ η πρωταγωνίστρια Ho Yeon Jung, πραγματικά μια κούκλα, οδεύει ολοταχώς προς τους 19 εκατομμύρια followers στο Instagram (σε σύγκριση με τις μερικές δεκάδες χιλιάδες που την ακολουθούσαν προτού ξεκινήσει η προβολή της σειράς). Ο οίκος Louis Vuitton, επιδεικνύοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά, την έχρισε νέα παγκόσμια πρέσβειρά του πριν από λίγες ημέρες. Τα λευκά slip-on της Vans που φορούν οι συμμετέχοντας στα θανατηφόρα παιχνίδια της σειράς παρουσίασαν στις πωλήσεις τους αύξηση 7.800%, ενώ το Internet έχει κατακλυστεί από συνταγές για το γλύκισμα dalgona που αποδεικνύεται σε κάποιο επεισόδιο καθοριστικής σημασίας για τη μοίρα των ηρώων. Τι μας λένε όλα αυτά; Οτι το «Squid Game» θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο τηλεοπτικό φαινόμενο των τελευταίων ετών.
Δυστυχώς οφείλω να ομολογήσω ότι δεν κατάφερα να δω ολόκληρη τη σεζόν. Κάπου προς το πέμπτο επεισόδιο λάκισα. Διάβασα πολλές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η απήχηση του tv show οφείλεται στην ταύτιση που νιώθει το κοινό με τους απελπισμένους φτωχούς εξαιτίας των ολοένα και αυξανόμενων ταξικών ανισοτήτων όμως δεν το πολυπιστεύω. Επίσης, μου φαίνεται τόσο βολική και απλοϊκή αυτή η ανάγνωση. Το ίδιο είχα νιώσει και στα «Παράσιτα» παρεμπιπτόντως, ούτε σε εκείνη την περίπτωση είχα καταλάβει προς τι όλος ο ντόρος. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η δημοτικότητα του «Squid Game» οφείλεται καθαρά σε ηδονοβλεπτικούς λόγους, ειδικά αν μιλάμε για τους νεαρότερους τηλεθεατές οι οποίοι είναι άλλωστε εξοικειωμένοι με τη βία και με τερατώδη body counts λόγω των video games. Λογικά και αναμενόμενα όλα αυτά και καθόλου ανησυχητικά. Θυμάμαι άλλωστε στα νιάτα μου πόσο ανάρπαστες γίνονταν οι βιντεοκασέτες με το «The Cube» ή τι χαμό προκαλούσαν τα DVD με το «Battle Royale», ταινίες με συναφές περιεχόμενο. Ένας μεγαλύτερης ηλικίας viewer δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να μην απωθείται όταν βλέπει την οθόνη του γεμάτη με ανθρώπινες φιγούρες που αποδεικνύονται τόσο μα τόσο αναλώσιμες.
Αντικειμενικά πολλά στοιχεία λειτουργούν. Η αισθητική είναι εντυπωσιακή (αλλά και ξεκάθαρα εντυπωσιοθηρική), ο ρυθμός γρήγορος (αν και όχι ακριβώς καθηλωτικός), υπάρχει cliffhanger στο τέλος κάθε επεισοδίου, ο κεντρικός ήρωας παραμένει συμπαθής παρά τα ελατώμματά του. Φαντάζομαι πως θα δημιουργήθηκε κι εδώ γρήγορα ο φαύλος κύκλος του peer pressure: δεν γίνεται να μην έχεις άποψη για κάτι που το έχουν δει όλοι. Έφτασε ο καιρός που αυτό δεν με πολυπείθει, όμως έκανα και ακόμη μία συνειδητή επιλογή. Αν το σενάριο ήθελε – υποτίθεται – να καταγγείλει το αιμοβόρικο voyeurism κάποιων πάμπλουτων σαδιστών, δεν υπήρχε λόγος να πέσω στην παγίδα του και αποδεχτώ αυτή τη συνενοχή.
Μια σειρά την οποία καταευχαριστήθηκα διότι δεν βασίζεται σε ανούσια τεχνάσματα αλλά στη δημιουργία ατμόσφαιρας είναι το «The Chestnut Man» που βρίσκεται, ευτυχώς, στην 4η θέση του ελληνικού Top-10. Ένας κατά συρροή δολοφόνος στέλνει στον άλλο κόσμο μητέρες που μάλλον δεν είναι αυτό ακριβώς που δείχνουν σε αυτό το σκανδιναβικό νουάρ που δεν θα έλεγες ακριβώς πρωτότυπο, όμως άνετα θα το χαρακτήριζες εξόχως καλοφτιαγμένο (βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Søren Sveistrup).
Κι εδώ βλέπουμε αίμα και κομμένα χέρια ή πόδια (σε πολύ μικρότερες ποσότητες σε σχέση με το «Squid Game») όμως η αγωνία προκύπτει από τους πολυδιάστατους χαρακτήρες, τις ωραίες ερμηνείες, τις ανατροπές που δεν μοιάζουν καθόλου βεβιασμένες, τα σχόλια περί πολιτικής και έμφυλων ρόλων, βασικά συστατικά όλα αυτά για μερικές ώρες πραγματικής τηλεοπτικής ψυχαγωγίας με φόντο τη συννεφιασμένη Κοπεγχάγη – ειδικά αυτές τις μέρες που έχουμε κι εμείς εδώ καιρό Δανίας.