Ο νέος καλλιτέχνης που κατέλαβε σε ένα βράδυ το YouTube φέρει βαριά καταγωγή, την αποτινάζει όμως με επιτυχία, βάζοντας το μουσικό του στιλ και όχι το ονοματεπώνυμο στο επίκεντρο.
Από την Άννα Φαρδή
11/02/2021
Σε ένα βράδυ εμφανίστηκε το «νέο φαινόμενο της ελληνικής ποπ», όπως πολλοί έσπευσαν να αποκαλέσουν τον Good Job Nicky και ξαφνικά τα feed μας και τα trends του YouTube μιλούσαν μόνο για το νεαρό με τη μπλε κουπ και το too-cool-to-care στυλάκι. Και όσο εμείς επιδοθήκαμε σε αναζήτηση του «ποιος είναι αυτός ρε παιδιά», οι φήμες μας πρόλαβαν, ξεκινώντας να μιλούν για ένα παιδί που δεν του είναι άγνωστη η επιτυχία.
Με γονείς τους Γιάννη Πάριο και Σοφία Αλιμπέρτη, στην περίπτωση του Νικόλα Βαρθακούρη το μήλο έπεσε στη σωστή απόσταση από τη μηλιά. Κι αυτό γιατί το μεγαλύτερο ατού του Good Job Nicky δεν είναι το όνομά του, όπως συμβαίνει συχνά, αλλά ακριβώς η απόσταση που πήρε από αυτό, πρακτικά, μουσικά και υφολογικά. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να του δώσουμε είναι ότι κατάφερε να ακουστεί προπορευόμενος του ονοματεπωνύμου του – κι αν του εξασφάλισε μόνο μια εύκολη πρόσβαση στη μουσική βιομηχανία, ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό;
Επιπλέον, ακόμα κι αν κληρονόμησε το οικογενειακό ταλέντο, δείχνει αποφασισμένος να πάρει μια αντιδιαμετρική πορεία από τη μουσική που χαρακτήρισε τον πατέρα του, αναζητώντας τα είδη που εκφράζουν τον ίδιο και το εύρος της φωνής του, μέχρι να κατασταλάξει σε αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. Στα τέσσερα τραγούδια που έχει κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής, κινείται από την old school rap (FO SHO) μέχρι τις σύγχρονες ποπ μπαλάντες (January 8th) και δοκιμάζει τις αντοχές και τις δυνατότητες του, αποδεικνύοντας όμως πως το δεύτερο μάλλον του ταιριάζει καλύτερα.
Στα τραγούδια, των οποίων γράφει ο ίδιος τους στίχους, κάνει επίσης μία τολμηρή επιλογή, μένοντας αποκλειστικά στον αγγλικό στίχο. Με το σύνολο της εγχώριας τραγουδοποιίας να γυρνάει μετά από μια δεκαετία σε ελληνόστιχα κομμάτια, η απόφαση αυτή υποδεικνύει πως δεν επηρεάζεται από τάσεις, ενώ παράλληλα στρέφει το βλέμμα έξω από τα σύνορα της χώρας. Η προφορά του – ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια των ντόπιων μουσικών – σίγουρα δικαιώνει την επιλογή του, όπως και η σύνθεση και παραγωγή της μουσικής, από τον μόνιμο όπως φαίνεται συνεργάτη του, Ερμή Γεραγίδη, που πληροί τα διεθνή στάνταρντ.
Έχοντας για πολλά χρόνια το μπάσκετ ως προορισμό πάντως, με τη μουσική να υπάρχει σαν επιθυμία ή σκοπός κάπου στο background, η αθλητική νοοτροπία περνάει και στη διαχείριση των τραγουδιών του. Ο τρόπος που κινεί μέχρι τώρα τις κυκλοφορίες του, δείχνει ότι παίζει με στόχο το «επόμενο καλάθι» – ανά μήνα παραλαμβάνουμε και μια διαφορετική πτυχή της μουσικής του.
Μέχρι στιγμής, λοιπόν, ίσως το πιο ενδιαφέρον από τα κομμάτια του να είναι το Clouds: κάτι από βυζαντινές σκάλες, λίγο σκοτεινό ραπάρισμα (που αν και δεν είναι το πιο δυνατό του σημείο, εδώ δένει πολύ καλά με τα χορωδιακά μέρη) και ένα αιματοβαμμένο, προσωποκεντρικό βίντεο κλιπ, τραβούν πολύ περισσότερο το μάτι και το αυτί.
Είναι όμως το «φαινόμενο της ελληνικής ποπ»; Ο ίδιος δεν θεωρεί ότι είναι ποπ∙ όσο για τον όρο «φαινόμενο», ο καιρός θα το απαντήσει. Το ότι δεν μπορούμε να τον ακούσουμε στο άμεσο μέλλον ζωντανά, ίσως λειτουργήσει επικουρικά στο να δημιουργήσει απερίσπαστος, χωρίς το βραχνά τον live υποχρεώσεων. Όπως και να ‘χει, είναι σίγουρο πως έχει βάλει το πρώτο λιθαράκι για να φτάσει ψηλά, συνεχίζοντας να δουλεύει με επιμονή, προσοχή στη λεπτομέρεια και πάθος.
ΤΑ STAGES A/LIVE ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΑΥΛΙΑΚΟ ΚΕΝΟ
Μια αποτίμηση για τις συναυλίες των ATH Kids και Nightalker απο τη Στέγη