Με αφορμή τον επερχόμενο δίσκο τους, «Ανδρομέδα FM», που μας έρχεται το Μάρτιο του 2023 μέσω της United We Fly, τα Echo Tides μας δίνουν μια χορταστική συνέντευξη.
Απο την Μαρία Μεταξά
11/11/2022
Τα Echo Tides αποτελούνται από τους Παναγιώτη Πανταζή (Pan Pan), το Γιάννη Αναγνωστόπουλο (Years of Youth), την Καλλιόπη Μητροπούλου και το Γιώργο Λυγουριώτη, και είναι μια παρέα μουσικών που πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω και μας δίνει πρωτότυπη μουσική από το 2019.
Έχοντας ήδη δύο self-released δίσκους στο ενεργητικό τους, το διστακτικό αλλά στυλάτο «The Whale Boombox Anatomy» που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 2019, και το εξαιρετικό «The Jokes Ate Themselves» που μας ήρθε το Νοέμβριο του 2020 και μας έκανε να χορεύουμε μέσα στην καραντίνα, τα Echo Tides επιστρέφουν με το τρίτο άλμπουμ τους, αυτή τη φορά ελληνόφωνο και μέσω της United We Fly ―με τίτλο «Ανδρομέδα FM».
Στις κυκλοφορίες της προηγούμενης εβδομάδας, είχαμε ήδη την πρώτη γεύση από το δίσκο που έρχεται σε λίγους μήνες, το Τούνελ, και έτσι δόθηκε η αφορμή για μια συζήτηση σχετικά με τις διαφορετικές καταβολές και τη φιλία τους, την ονειροπόληση σ’ ένα δυστοπικό παρόν, και το γεγονός πως θα ήθελαν να ανοίξουν κονσέρτα του Mozart και του Bach, αλλά και live της Λένας Πλάτωνος.
Πώς γεννήθηκαν τα Echo Tides, και πότε θα είχαν γεννηθεί αν μπορούσαν να μπουν σε μια χρονομηχανή;
Γιάννης: Τα Echo Tides γεννήθηκαν ως φυσικό παρακλάδι του project Pan Pan. Φίλοι για πάρα πολλά χρόνια, ο Γιώργος κι εγώ παίζαμε live με τον Παναγιώτη (από το 2009 και 2013 αντίστοιχα) και το 2016 γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός σχήματος κοινών αποφάσεων και συνθέσεων των τριών, παρέα με την Καλλιόπη ως μόνιμη τραγουδίστρια.
Αν η χρονομηχανή μας στέλνει μόνο προς το παρελθόν, δεν θα τη χρησιμοποιούσα. Τα καλύτερα είναι στο μέλλον, όχι προς τα πίσω.
Ως τώρα, ήσαστε διασκορπισμένοι σε Αθήνα, Κατερίνη και Λονδίνο ―άρα οι καραντίνες μάλλον δεν σας επηρέασαν και πολύ στη σύνθεση. Πώς έχει εξελιχθεί ο τρόπος που γράφετε μουσική μέσα στα χρόνια;
Γ: Είμαστε σίγουρα η μπάντα που έχει επηρεαστεί λιγότερο από όλες τις άλλες στο κομμάτι αυτό. Έχουμε συνηθίσει να συνθέτουμε από απόσταση, με άπειρα email, τηλεφωνήματα, βίντεο, γραπτά μηνύματα, ηχητικά μηνύματα, μιας κι εγώ μένω στην Κατερίνη και ο Παναγιώτης στην Αθήνα. Σίγουρα είναι πάντα καλύτερα όλα από κοντά, κάτι που το νιώθουμε κάθε φορά που γράφουμε μουσική στο σπίτι του Παναγιώτη ή σε κάποιο στούντιο, ενώ πάντα όλα τελειώνουν με τη σκέψη «τι θα γινόταν αν γράφαμε πάντα έτσι άραγε;».
Παναγιώτης: Τουλάχιστον βλέπουμε την Καλλιόπη πιο συχνά πλέον.
Γ: Η βασική αρχή της σύνθεσης είναι πως τα πάντα συγκεντρώνονται στον υπολογιστή του Παναγιώτη, κάτι που δεν θα αλλάξει και ποτέ. Η πιο ουσιώδης εξέλιξη ήρθε στη φάση της πρώτης καραντίνας, όπου απέκτησα περισσότερο εξοπλισμό και τεχνικές γνώσεις, κι έκανα τη ζωή του Παναγιώτη ελαφρώς πιο εύκολη σε επίπεδο ανταλλαγής αρχείων. Ως μέρος της εξέλιξης θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια κοινή γραμμή ως προς το τι είναι αυτό που θέλουμε να πούμε, τι μουσική θέλουμε να παίξουμε. Ακόμη και η μετάβαση από τον αγγλικό στον ελληνικό στίχο που γεννήθηκε ως ανάγκη έκφρασης τους στιχουργού της μπάντας, αγκαλιάστηκε αμέσως από όλους, σαν να ήταν μια κοινή ανάγκη που δεν την είχαμε σκεφτεί μέχρι τότε.
Καλλιόπη Μητροπούλου: «Μεγάλωσα με το μότο “η μουσική είναι μία”»
Γνωρίζουμε πως η Καλλιόπη είναι βιολονίστα, έχει παίξει εκτός άλλων με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου, την Ορχήστρα της Λυρικής, αλλά την ακούμε και στο soundtrack του Matrix 3· πώς είναι να τραγουδάς σε μια indie-pop μπάντα της Αθήνας με αυτό το background;
Καλλιόπη: Έρχομαι από το background της κλασσικής μουσικής αλλά μεγάλωσα με το μότο «η μουσική είναι μία». Η κάθε μουσική ευκαιρία που εμφανίζεται μου δίνει κάτι διαφορετικό πίσω, με γεμίζει με άλλο τρόπο. Το να κάνω μουσική με τους φίλους μου με γεμίζει και μουσικά και έχει και μια άλλη γλύκα, η επικοινωνία είναι βαθιά και ουσιαστική και γεμάτη αγάπη.
Π: Eν τω μεταξύ, και τα guest φωνητικά που υπάρχουν σε 2 κομμάτια του δίσκου, βιολονίστα τα έχει κάνει, η Nefeli Walking Undercover.
Ας μιλήσουμε για το Τούνελ, και το μουσικό βίντεο του Γιώργου Γούση. Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ αυτό;
Γ: Το Tούνελ ξεκίνησε ως μια ιδέα για κομμάτι με πιο κιθαριστική προσέγγιση σε ένα άλλο πρότζεκτ που έχω με το όνομα Years of Youth. Ωστόσο, άρχισε να βρίσκει το δρόμο του ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν το δοκιμάσαμε με μια προσέγγιση πιο κοντά στον ήχο μας ως Echo Tides, σε μια πρόβα στην Αθήνα.
Την επόμενη μέρα o Παναγιώτης έγραψε στίχους πάνω στην πρόχειρη ηχογράφηση που είχαμε από το κινητό του Γιώργου. Γράφτηκε λίγο καιρό πριν την έναρξη της πανδημίας και ενώ φαίνεται σαν να μιλάει για αυτήν, ήταν απλώς μια σύμπτωση. Θέλαμε να γράψουμε ένα κομμάτι για το πως μέσα σε ένα δυστοπικό σκηνικό, αν έχεις τους κατάλληλους ανθρώπους κοντά σου μπορείς να νιώσεις τη δύναμη να ονειρευτείς το μέλλον ―αυτό είναι ένα θέμα που διέπει συνολικά το album.
Π: Όσον αφορά το video: με τον Γιώργο είμαστε φίλοι και συνεργάτες 15 χρόνια. Έχουμε συνεργαστεί σε comics και σε εικονογραφήσεις. Αφού άρχισε να κάνει ταινίες έγραψα μουσική σε μία από αυτές. Μοιραία κάποτε θα έφτιαχνε βίντεο για μουσική που έχω (συν)δημιουργήσει. Είναι ένα βίντεο που μέσα από τις ακρότητες που βλέπουμε να συμβαίνουν σε αυτό, καταλήγει να δημιουργεί μια σχέση με το κομμάτι, όπου το ένα σχολιάζει χιουμοριστικά το άλλο, δημιουργώντας μια νέα ανάγνωση και για τα δύο.
Oι προηγούμενοι δύο δίσκοι σας είναι self-released. Πόσο διαφορετικό είναι να ετοιμάζετε δίσκο μόνοι σας από ό,τι να συνεργάζεστε με δισκογραφική;
Π: Και αυτό τον δίσκο μόνοι τον ετοιμάσαμε, αλλά είχαμε πει από το στάδιο των demo πως αφού τον ολοκληρώναμε δεν θα τον κυκλοφορούσαμε μόνοι αλλά θα αναζητούσαμε κάποια δισκογραφική. Πιστεύουμε στο υλικό μας, αλλά καταλάβαμε μετά από δυο κυκλοφορίες, πως δεν έχουμε την εμπειρία στο να το προωθήσουμε επαρκώς ή να ανταποκριθούμε στην παραγωγή ενός βινυλίου στα στάνταρντς που θεωρούμε πως θα του ταίριαζε. Έτσι, παρακολουθώντας τι υπάρχει στον χώρο, νιώσαμε πως μας ταιριάζει η United We Fly και χαρήκαμε όταν είδαμε πως έτσι το έβλεπαν κι εκείνοι.
Παναγιώτης Πανταζής: «Μου αρέσει πάρα πολύ να τραγουδάει το κοινό μαζί μας, αυτό δεν γίνεται όταν τραγουδάς στα Αγγλικά»
Για πολλούς από εμάς, το να μιλάμε σε άλλες γλώσσες μας επιτρέπει να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας με μεγαλύτερη ελευθερία. Τι σας έκανε να στραφείτε στον ελληνικό στίχο;
Π: Είχα μια ανασφάλεια να γράψω κομμάτια με ελληνικούς στίχους αν και σποραδικά το είχα δοκιμάσει και μου άρεσε. Τώρα που την έχω ξεπεράσει, δεν μπορώ πια να γράψω στα αγγλικά. Επίσης μου αρέσει πάρα πολύ το συναίσθημα του να τραγουδάει το κοινό μαζί μας, αυτό δεν γίνεται όταν τραγουδάς στα Αγγλικά σε ελληνικό κοινό, όσο ωραία και να τα λες.
Κ: Ως τραγουδίστρια και των Άγγλων Oi Va Voi, δε μπορώ να πω πως προτιμώ να τραγουδάω αγγλικά ή ελληνικά, σίγουρα όμως είναι πολύ πιο εύκολο να θυμάμαι στίχους στα ελληνικά. Μου αρέσουν γενικά οι γλώσσες και οι προφορές. Για παράδειγμα, μου αρέσει να μαθαίνω ένα κομμάτι στη γλώσσα Ladino ή σε κάποια γλώσσα που δεν έχω ιδέα τι σημαίνει η παραμικρή λέξη –όπως τα Ουγγρικά- και να προσπαθώ να μιμηθώ ακριβώς την προφορά που έχουν. Σίγουρα το να τραγουδάω στη μητρική μου γλώσσα με δένει με το κοινό και το κάθε κομμάτι αλλιώς.
Το «Ανδρομέδα FM» μας έρχεται το Μάρτιο, και ανυπομονούμε! Πείτε μας λίγα λόγια για τον τίτλο και πώς συνδέεται με τη θεματική του άλμπουμ.
Π: Από την στιγμή που άρχισε να παίρνει μορφή ως demo ακόμη, μου είχε δημιουργηθεί μια ασαφής εικόνα, κάποιων ανθρώπων σε ένα αυτοκίνητο, να ταξιδεύουν σε κάποιο μελαγχολικό τοπίο και να κοιτάνε προς τα αστέρια αναζητώντας μια κοσμική ένωση.
Γ: Εγώ είχα προτείνει το «Ανδρομέδα» ως τίτλο ενός κομματιού του δίσκου, που θα αντικαθιστούσε ένα φριχτό working title που κουβαλούσε για καιρό. Τελικά το κομμάτι ονομάστηκε αλλιώς, αλλά μας άρεσε η ιδέα της Ανδρομέδας. Μέσα από κουβέντες καταλήξαμε στο «Ανδρομέδα FM», είναι το ράδιο που ακούνε αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερε ο Παναγιώτης.
Πώς βλέπετε τα πράγματα στην ελληνική εναλλακτική μουσική σκηνή σήμερα;
Π: Τα πράγματα πάντα ωραία ήταν στην ελληνική εναλλακτική μουσική σκηνή. Κόσμος πιάνει όργανα, πειραματίζεται με περίεργες φόρμες, γνωρίζει τον εαυτό του καλύτερα, παίζει live μπροστά σε φίλους και γνωστούς, άλλοι σε μεγαλύτερα κοινά, κάποιοι τα καταφέρνουν και κάνουν tour. Αυτό υπήρχε πάντα, το κακό είναι ότι από ένα σημείο και μετά όλοι κουράζονται, προκύπτουν άλλες υποχρεώσεις, τα αφήνουν στην άκρη. Δεν είναι παράλογο.
Αν τα Echo Tides μπορούσαν να ανοίξουν οποιαδήποτε μπάντα/καλλιτέχνη ―νεκρούς ή ζωντανούς― ποια θα ήταν η επιλογή τους;
Κ: Θα πω τον Μότσαρτ η κλασσικούρα, γιατί ήταν genius και μεγάλο τρολ ταυτόχρονα. Θα γελούσαμε πάρα πολύ κατά τη δημιουργία του κονσέρτου μας.
Γ: Θα ήθελα να σταθώ έστω και για λίγο δίπλα στο Μπαχ, αλλά επειδή για support του θα φαινόμασταν κάπως αστείοι, θα πω τους The Cure.
Π: Ε, άμα πρέπει να πω κι εγω κάτι από κλασσικούς, θα πω Λένα Πλάτωνος μαζί με Γιαννάτου και Παλαμίδα.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για σας;
ET: Το μέλλον επιφυλάσσει πάρα πολλή μουσική, η οποία υπάρχει ήδη και είναι έτοιμη να εκραγεί.