Η Florence Welch μιλά για το νέο της δίσκο, τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες, τη συνεχή κίνηση, τον πυρετό του χορού και τη λύτρωση που βρίσκει επί σκηνής.
Απο την Μαρία Μεταξά
14/05/2022
Έφτασε επιτέλους η στιγμή της κυκλοφορίας του πολυπόθητου «Dance Fever» των Florence and the Machine, του 5ου δίσκου της Βρετανίδας Florence Welch που δημιουργήθηκε μαζί με τη συμπαραγωγή των Jack Antonoff, Dave Bayley και Kid Harpoon, και κυκλοφόρησε την Παρασκευή 13 Μαΐου, πάνω στην ώρα για να ξορκίσει το σκοτάδι της πανδημίας και να μας παρασύρει σε ακατάπαυστο, πυρετώδη χορό!
Ο Pepper 96,6 εξασφάλισε πρώτος, αποκλειστικά για τους ακροατές του στην Ελλάδα, τη συνέντευξη που έδωσε η Florence με αφορμή το «Dance Fever»:
Η τελευταία εμφάνιση της Florence ήταν το 2019 στη χώρα μας, σε δύο sold-out συναυλίες στο Ηρώδειο που έκλεισαν την περιοδεία για το «High as Hope» με τον πιο φαντασμαγορικό τρόπο.
«Η συναυλία στην Ακρόπολη ήταν πολύ ξεχωριστή ―οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν να χτίζουν θέατρα! Η ακουστική ήταν καταπληκτική, ενώ η Αθήνα και η θεά Αθηνά είναι πολύ ταιριαστές της Florence + the Machine», λέει η ίδια η Welch, ξεκινώντας μια αφήγηση για τη δημιουργία του νέου της δίσκου. «Η Αθηνά, εκτός άλλων, είναι και θεά του πολέμου αλλά και της χειροτεχνίας. Είναι τέλειο, τόσο Florence: στο ένα χέρι ένα ξίφος, και στο άλλο ένα κέντημα!»
«Με το που ολοκλήρωσα τις εμφανίσεις το 2019, σχεδόν αμέσως ξεκίνησα να γράφω το «Dance Fever». Μόλις τελειώνεις την περιοδεία για ένα δίσκο, όλος ο πόνος εξαφανίζεται και κάτι σε σπρώχνει να αρχίσεις να γράφεις ξανά. Είναι και μία κεντρική ιδέα στο δίσκο, αυτή η δημιουργική δύναμη που σε παίρνει και σε βάζει να κάνεις πράγματα, και με το που τελειώνεις σε ξεσηκώνει ξανά!
Άρχισα να γράφω σαν να είχα πυρετό· είμαι εθισμένη σε αυτή την αίσθηση που έχω μετά το τέλος: “Δεν το πιστεύω ότι επιβίωσα ―ας το ξανακάνω!”».
Η ιδέα για το «Dance Fever»
«Ένας φίλος μού είπε για μια επιδημία που συνέβη στην Ευρώπη τον 16ο-17ο αιώνα, όπου οι άνθρωποι χόρευαν μέχρι θανάτου. Υπήρξε ένα συγκεκριμένο περιστατικό στο Στρασβούργο που μόνο γυναίκες επηρεάστηκαν, και 400 γυναίκες χόρεψαν μέχρι θανάτου. Είναι ανεξήγητο· μπορεί να ήταν από χαλασμένο σιτάρι που παραγάγει κάποια παραισθησιογόνα, μπορεί να ήταν κάποιος παράξενος ιός-χορογράφος…
Η θεωρία που μου αρέσει περισσότερο είναι εκείνη που αποδίδει εκείνη την επιδημία χορού στο συλλογικό άγχος. Ήταν πολύ δύσκολη εποχή να ζει κανείς, οι άνθρωποι είχαν περάσει πολέμους, πανούκλα… Ταυτίζομαι πάρα πολύ με αυτή την ιδέα: το ότι κάποιος έχει υπερφορτωθεί τόσο πολύ με άγχος, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αρχίσει να χορεύει στη μέση του δρόμου!
Νιώθω πολύ κοντά μου την αίσθηση του να μην μπορείς να μείνεις ακίνητος ―όπως κάνω με τις περιοδείες: από τι προσπαθώ να ξεφύγω;
Είναι τρομερό: πριν χτυπήσει η πανδημία, σκεφτόμουν ένα concept album για εκείνη την επιδημία ―και μετά χτύπησε ο Covid!»
«Όταν όλοι αναρωτιόμασταν πότε θα επιστρέψουν οι συναυλίες και η ζωντανή μουσική, εγώ φοβόμουν μήπως και δεν επιστρέψουν ποτέ. Και αυτό με γέμισε με το φόβο της απώλειας, γιατί θα χανόταν το κομμάτι της ζωής μου στο οποίο η ύπαρξή μου είχε πραγματικό νόημα. Αποφάσισα τότε πως αν επιστρέψουν οι περιοδείες, θα τις συνεχίσω για πάντα!
Το να φτιάχνεις ένα δίσκο είναι πολύ δύσκολο. Στην πραγματικότητα, δεν τον ολοκληρώνεις ποτέ, απλώς τον εγκαταλείπεις. Αλλά με τις συναυλίες είναι διαφορετικό: όσο δύσκολο κι αν είναι, είναι αυτό για το οποίο είμαι φτιαγμένη. Και γιατί να σταματήσω;
Όλα αυτά τα κομμάτια μου που κάνουν την καθημερινότητά μου δύσκολη, στη σκηνή έχουν νόημα! Όταν ανεβαίνω στη σκηνή, όλες αυτές οι φωνές στο κεφάλι μου σωπαίνουν και επιτέλους υπάρχει ησυχία ―όλοι με κοιτάζουν, επομένως μπορώ να ησυχάσω.
Όλο αυτό το συνοψίζει κάτι που είπε πρόσφατα η Phoebe Bridgers: ανυπομονώ να παραπονεθώ για την επόμενη περιοδεία!»
Έμπνευση και θεματολογία
«Θέλω να ακούγεται η συνοχή που υπάρχει στο δίσκο, γιατί φτιάχτηκε εντελώς τμηματικά, σε θραύσματα. Εν τέλει, είναι σαν παραμύθι, δεν είμαι σίγουρη σε ποιο genre ανήκει. Ίσως είναι συλλογή διηγημάτων.
Το «Dance Fever» είναι παραμύθι με ηθικό δίδαγμα Πρόσεχε τι εύχεσαι. Στην αρχή, ευχόμουν να βρω έναν τρόπο να σταματήσω την ακατάπαυστη επιθυμία να παίζω μουσική ζωντανά. Είναι σαν να με άκουσε κάποιο πνεύμα και πήρε μακριά αυτή την επιθυμία, λέγοντάς μου Πώς νιώθεις τώρα; Και στον υπόλοιπο δίσκο, χορεύω ακατάπαυστα μέχρι να μου δοθεί πίσω αυτό που έχασα.
Με αυτό το δίσκο επιστρέφω θεματικά σε ένα μέρος της φαντασίας μου το οποίο δεν είχα αγγίξει μετά το «Lungs»· λίγο σαν ρομαντική γκοθ φαντασίωση, αλλά με περισσότερη αυτεπίγνωση.
Μετά από όλα όσα είχαμε περάσει, ήθελα να φτιάξω κάτι πολύ όμορφο στο οποίο οι άνθρωποι θα έβρισκαν καταφύγιο· ένα περιβάλλον που έχει το στοιχείο του πένθους, αλλά με λίγη φαντασία ―εγώ σίγουρα το χρειαζόμουν αυτό, και γι’ αυτό το έφτιαξα.
Μαζί με την art director του δίσκου, τη σκηνοθέτη Autumn de Wilde, εμπνευστήκαμε από πίνακες της Εδουαρδιανής Αγγλίας, και υπάρχει διάχυτη στο άλμπουμ μια αίσθηση ψυχρής λάμψης, μιας ομορφιάς που έχει σπάσει, έχει ξεπέσει. Όταν φτάνεις στα 35 και ακόμα δεν έχεις κάνει οικογένεια, οι άνθρωποι προβάλλουν πάνω σου έναν αέρα τραγωδίας ―και ήθελα να το δείξω κάπως αυτό, και να το αγκαλιάσω. Πολλοί πιστεύουν ότι συνεχώς κλαίω στο σπίτι μου φορώντας νυφικά. Και ποιος λέει ότι δεν το κάνω;»
Λίγα λόγια για τα singles
«Σε κομμάτια όπως τo King, φαίνεται αυτή η ωμότητα, η τερατώδης πλευρά του να είσαι τραγουδοποιός: αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου, και οι άνθρωποι γύρω σου και οι σχέσεις σας είναι κατά κάποιον τρόπο φαγητό που τρέφει αυτό το τέρας.
Υπάρχει η ιδέα του αλτρουισμού πίσω από την τραγουδοποιία, αλλά σε αυτό το δίσκο εξερευνώ μια άλλη πλευρά· ίσως είναι μια εγωιστική πράξη ―όχι τόσο αγγελική όπως τη βλέπουμε συνήθως, αλλά περισσότερο δαιμονική.
To King το έγραψα κάπου το 2019, όταν είχα τελειώσει το High as Hope. Είχα φτάσει 35, σε αυτή την ηλικία που υπάρχει το τελευταίο παραθυράκι να κάνεις παιδιά, κι εγώ ήθελα να κάνω έναν καινούριο δίσκο. Αναρωτιόμουν πότε θα χτυπήσει το βιολογικό ρολόι, πότε θα είμαι έτοιμη να νοικοκυρευτώ; Αν απλοποιήσουμε το τραγούδι, είναι μια απόρριψη αυτών των αρχετύπων, αλλά στην ουσία του υπάρχει μια σύγχυση, αφού στην πραγματικότητα θέλω να κάνω οικογένεια.
Αναρωτιέμαι αν είμαι δεσμευμένη με την προσωπική μου μοναξιά και δυστυχία… Στη σκηνή για μένα υπάρχει η λύτρωση, αλλά είναι και το κομμάτι που με τραβά μακριά από την οικογένεια και προς τη μοναξιά.
Το ουρλιαχτό στο τέλος του κομματιού προέρχεται από αυτή τη συνειδητοποίηση».
«Στον προηγούμενο δίσκο έλεγα πως η νηφαλιότητα με έκανε καλύτερο άνθρωπο, και σε αυτόν συνειδητοποιώ πως δεν διορθώνει τα πάντα. Πρέπει να είσαι εντάξει με αυτό που είσαι. Στο Free καταλαβαίνω πως αυτό που είμαι δεν είχε να κάνει με το αλκοόλ, είναι απλά ο εαυτός μου! Όταν χορεύω αισθάνομαι πραγματικά ελεύθερη από υπαρξιακές ανησυχίες, αισθάνομαι την αγάπη των ανθρώπων. Με αυτό το κομμάτι ήθελα να δείξω την ευγνωμοσύνη μου γι’ αυτό το συναίσθημα απελευθέρωσης από τον τρόμο και το άγχος της ζωής».
«Όσο για το My Love, το έγραψα σε μια περίοδο όπου είχα πολύ καιρό να γράψω οτιδήποτε. Πάντα ένιωθα μη αποδεκτή στην καθημερινή ζωή, αλλά στις συναυλίες αυτό σταματούσε. Και σκεφτόμουν πως αν σταματήσει αυτό, τι θα κάνω με όλα αυτά τα συναισθήματα; Θα είχα όλη αυτή την αγάπη και δε θα ήξερα τι να την κάνω… Αρχικά το My Love ήταν ένα πολύ θλιμμένο ποίημα, αλλά ήρθε ο Dave Bayley και το μετέτρεψε σε ένα χαρούμενο χορευτικό τραγούδι. Μπορείς να κλαις και να το χορεύεις παράλληλα!
Χορεύοντας μπορώ να επεξεργαστώ αυτά που αισθάνομαι· η κίνηση για μένα είναι μαγεία».