Ιδιαίτερα επεισοδιακή αποδείχθηκε η βραδιά της 11ης Σεπτεμβρίου, με τους Γάλλους La Femme στο επίκεντρο να πυροδοτούν μια χορευτική επανάσταση.
Απο την Μαρία Μεταξά
14/09/2021
Όποιος βρέθηκε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων το βράδυ του Σαββάτου έγινε μάρτυρας γεγονότων που δείχνουν τα μπερδεμένα σημεία των καιρών, και πως η επιστροφή στη συναυλιακή πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ πιο ριψοκίνδυνη απ’ όσο περιμέναμε.
Πριν φτάσουμε όμως σε όσα οδήγησαν στην ακύρωση της δεύτερης ημέρας του φεστιβάλ, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Νωρίς το βράδυ του Σαββάτου, δεκάδες μουσικόφιλοι κατέβαιναν από το κέντρο προς το Γκάζι, με σημαιάκια από το Pride και τσάντες από το ComicDom, δίνοντας μια αίσθηση ανεμελιάς που μας μετέφερε σε προ-κορωνοϊού εποχές. Όλοι συνέρρεαν στην Τεχνόπολη υπό τη μουσική υπόκρουση των Born In Flamez, οι οποίοι με ένα κλαμπίστικο DJ set πολύ φιλόδοξα προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο ―που όμως έψαχνε τις θέσεις του…
Όταν βγήκε στη σκηνή η Μαρίνα Σάττι πλαισιωμένη από τις τραγουδίστριες και τα μέλη της μπάντας που έπαιζαν φλογέρα, γκάιντα, κλαρίνο και τύμπανα ―όλοι ντυμένοι στα λευκά―, το βράδυ χρωματίστηκε με μια βαλκανική αύρα. Η Σάττι τραγούδησε με το μοναδικό της τρόπο διασκευές σε γνωστά δημοτικά και αραβικά τραγούδια αλλά και αγαπημένα του κοινού όπως το Θα Σπάσω Κούπες, ενώ μας θύμισε την κρητική καταγωγή της με τη Μερακλίνα. Η τραγουδίστρια σημείωσε πόσο της έχουν λείψει τα live, προσπαθώντας να μεταδώσει τη χαρά της που βρισκόταν στη σκηνή της Τεχνόπολης, στο πρώτο post–pandemic διεθνές φεστιβάλ της χώρας μας.
Η τελευταία της επιτυχία, Πάλι, έβγαλε το πλήθος από την ύπνωση του νανουρίσματος που προηγήθηκε, σε δημιουργία Λαμπρίδη-Μάλαμα ―το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά ζωντανά, περιλαμβάνεται στον επερχόμενο δίσκο της και χαρακτηρίζεται από τους ήχους της γκάιντας. Το σετ έκλεισε με μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή του Crystalline της Björk σε τσιφτετέλι.
Αργότερα, τη σκηνή κατέλαβε ο Γάλλος παραγωγός Kid Francescoli με τους μουσικούς του, τις synth-pop μεσογειακές μελωδίες του και την υπέροχη Andréa Durand να κλέβει την παράσταση, υπνωτίζοντάς μας με τη μελωδικότητα, τον αισθησιασμό και την εκρηκτική σκηνική της παρουσία. Πλέον, ο περιορισμός στις καρέκλες άρχισε να γίνεται πολύ πιο δύσκολος και ενοχλητικός, και η βόλτα ως το μπαρ ―και την τουαλέτα― έμοιαζε να είναι η μοναδική διέξοδος για να ξεμουδιάσουμε, και ίσως να χορέψουμε λιγάκι καθ’ οδόν.
Λίγο αργότερα, ήρθε η ώρα για τους La Femme. Οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού που έβγαλαν την πρώτη μέρα του φεστιβάλ sold out βγήκαν στη σκηνή υπό τους ήχους μιας εντυπωσιακής ψυχεδελικής αφήγησης στα ελληνικά (μακάρι να καταλαβαίναμε περισσότερες λέξεις εκτός από Ακρόπολη και Θεοδωράκης). Η προσπάθεια ήταν φιλότιμη και ιδιαίτερα συγκινητική, όπως και στην ελληνική απόδοση της μπαλάντας Va που ακολούθησε αργότερα, φέρνοντας τους Γάλλους πολύ κοντά στο ελληνικό τους κοινό. Οι ρυθμοί άρχισαν να ανεβαίνουν με το Cool Colorado από το φετινό τους «Paradigmes», ενώ με το λατρεμένο Où Va Le Monde οι ακροατές άρχισαν να κουνιούνται σπασμωδικά στις θέσεις τους, προοικονομώντας τη συνέχεια, με άκρα να τινάζονται σχεδόν ανεξέλεγκτα στον αέρα. Η ασορτί ντυμένη επτάδα των Γάλλων με τύμπανα, κιθάρα, μπάσο και τρία keyboards είχε απίστευτη χημεία, με φωνές και όργανα να εναλλάσσονται, μεταδίδοντας την ενέργεια στο κοινό.
Τότε είναι που τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν ανησυχητική τροπή: αψηφώντας τους κανονισμούς και τα υγειονομικά μέτρα της διοργάνωσης, o Marlon Magnée, ούρλιαξε «rock n’ roll is not dead» και όρμηξε στο καθισμένο πλήθος, πυροδοτώντας την έναρξη ενός χορού που δεν ήθελε και πολύ για να ξεσπάσει. Είναι σχεδόν αδύνατο να μείνει κανείς καθιστός ακούγοντας το Foutre Le Bordel, πόσο μάλλον αν βάλουμε στην εξίσωση και την καταπίεση του τελευταίου ενάμιση χρόνου. Μετά από υπόδειξη της παραγωγής, ο τραγουδιστής μας ζήτησε να είμαστε φρόνιμοι και να χορεύουμε καθισμένοι στις θέσεις μας ―«This is how to boogie during Covid, the president of Greece would be so happy»!
Η μπάντα συνέχισε πιο ήρεμα, με κομμάτια όπως το Sur La Planche από τον πρώτο και λατρεμένο δίσκο τους, ωστόσο η μεθυστική ενέργεια των La Femme ήταν απίστευτα μεταδοτική και ο κόσμος δυσκολευόταν να ακούει ακίνητος… μέχρι το σημαδιακό Antitaxi, όπου οι πιο γενναίοι έτρεξαν μπροστά στη σκηνή χορεύοντας και χοροπηδώντας, σε μία έξαρση άκρατης ενέργειας που μόνο η μουσική μπορεί να δώσει ―παίρνοντας, δυστυχώς, και τους υπόλοιπους στο λαιμό τους…
Το τέλος της συναυλίας ήταν σίγουρα άκομψο, καθώς δεν υπήρχε τρόπος να διαχειριστεί η παραγωγή την κατάσταση, και όφειλε να διακόψει. Αν και οι περισσότεροι δε δημιουργούσαν πρόβλημα, χορεύοντας απλώς στάσιμοι μπροστά από τις θέσεις τους, έπρεπε να αποφευχθούν τα χειρότερα ―ο επικίνδυνος συνωστισμός, δηλαδή, μπροστά στη σκηνή, και τα ενδεχόμενα πρόστιμα για όλους. Ο ήχος διακόπηκε απότομα, στη μέση ενός τραγουδιού, και παρά τις παρακλήσεις και τις φωνές του πλήθους ―που συνέχιζε να τραγουδά a capella―, οι La Femme εκδιώχθηκαν από τη σκηνή, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει το σετ τους.
Σίγουρα αυτοί οι χειρισμοί -λόγω της υποχρέωσης τήρησης του υγειονομικού πρωτοκόλλου- ήταν για το καλύτερο, ωστόσο δε μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πώς δεν υπήρχε πρόβλεψη για κάτι τέτοιο, ή πώς θα μπορούσε να επιλυθεί η κατάσταση. Άλλωστε, η ροκ μουσική με καθιστούς θεατές σίγουρα δεν ταιριάζει στο ελληνικό ταπεραμέντο, ειδικά όταν λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν τη συσσωρευμένη ενέργεια λόγω των συνθηκών και το νυχτερινό, φθινοπωρινό ουρανό.
Ωστόσο, οι ίδιοι οι La Femme δεν είναι αλάθητοι: έχοντας υπ’ όψιν τους κανονισμούς και τους περιορισμούς της διοργάνωσης, ίσως θα έπρεπε να είναι κι οι ίδιοι πιο φρόνιμοι και να σεβαστούν τα μέτρα, ώστε να μην παρασύρουν το κοινό. Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε μία νηφαλιότητα…
Πάντως, αν και η συναυλία διακόπηκε στη μία ώρα και η απογοήτευση ήρθε κι έπεσε σαν μαύρο πέπλο στους θεατές, εμείς κρατάμε το πιο σημαντικό· η αδάμαστη, ενστικτώδης ενέργεια της μουσικής επιβεβαιώνει τη ρήση του Magnée: το rock ‘n’ roll δεν έχει πεθάνει.