Εκπέμποντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Λος Άντζελες, η 93η τελετή ήταν τόσο ζεστή όσο και υποτονική, μέχρι την μεγάλη έκπληξη της λήξης που ανέτρεψε κάθε πρόβλεψη και βύθισε την αίθουσα σε αμηχανία.
Απο την Άννα Φαρδή
26/04/2021
Μια διαφορετική τελετή μας επεφύλασσε η 93η διοργάνωση των Oscars, για να ταιριάξει με αυτήν την παράξενη κινηματογραφική χρονιά: με την σινε-παραγωγή σχεδόν να εξαντλείται στο ψηφιακό περιβάλλον και τις αίθουσες να παραμένουν κλειστές για το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς, η «γιορτή του κινηματογράφου» φάνταζε σχεδόν παράταιρη και, αν κάτι κράτησε ψηλά τα ήθη, ήταν το πρόσφατο άνοιγμα ορισμένων αιθουσών στην Αμερική καθώς και το ότι, η σταδιακή επανέναρξη της κινηματογραφικής ζωής στον υπόλοιπο πλανήτη, είναι όλο και πιο κοντά.
Έτσι, έπειτα από μία μεταφορά ημερομηνίας, η Ακαδημία πραγματοποίησε την 93η Απονομή των βραβείων το βράδυ της 25ης Απριλίου, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να φιλοξενήσει ένα, έστω περιορισμένο, κοινό, αντί για μια αποκλειστικά εξ αποστάσεως μετάδοση. Οι συμμετέχοντες και οι νικητές εξέπεμψαν από το κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Union στο Λος Άντζελες, όπου στήθηκε μια ειδικά σχεδιασμένη σκηνή, ενώ όσοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν συνδέθηκαν ψηφιακά.
Οι παραγωγοί της βραδιάς Steven Soderbergh, Jessie Collins και Stacy Sher οργάνωσαν μία κινηματογραφικών προδιαγραφών τελετή, η οποία, αντίθετα με τις λαμπερές και εξτραβαγκάντ τελετές του παρελθόντος, έδωσε έμφαση στο ανθρώπινο στοιχείο και στην αίσθηση της κοινότητας μεταξύ των ανθρώπων του χώρου, πλάθοντας τη ζεστασιά που έλειπε τόσο από τις προηγούμενες απονομές, όσο και από τη χρονιά που οι αποστάσεις έγιναν κανόνας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν τηρήθηκαν αυστηρά υγειονομικά μέτρα, όπως το προαπαιτούμενο δύο αρνητικών τεστ για τους παρευρισκόμενους.
Οι περσινοί οσκαρικοί νικητές ανέλαβαν το ρόλο των παρουσιαστών, με τον σκηνοθέτη Bong Joon-ho, που πέρυσι με τα «Παράσιτα» έγραψε ιστορία στην τελετή, να συνδέεται από τη Σεούλ και να μοιράζεται το τι σημαίνει να είσαι σκηνοθέτης, επιλέγοντας μάλιστα να μιλήσει στην μητρική του γλώσσα. Ανάμεσα στους λόγους των παρουσιαστών, που έδιναν τον τόνο στην, κατ’ άλλα υποτονική τελετή, κενή από το σύνηθες συνοδευτικό οπτικοακουστικό υλικό, ξεχώρισε η ομιλία της Frances McDormand, η οποία παρακίνησε τους θεατές να γεμίσουν ξανά τις αίθουσες αλλά και του Thomas Vinterberg που αφιέρωσε το βραβείο Ξενόγλωσσης ταινίας στην κόρη του, η οποία πέθανε λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του «Άσπρο Πάτο».
Μην ξεχνάμε, πως οι ταινίες που βραβεύτηκαν βρέθηκαν για ελάχιστο ή ακόμα και καθόλου διάστημα στη μεγάλη οθόνη, στερώντας τους την ουσία της κινηματογραφικής εμπειρίας, αλλά και κάνοντας την τελετή αδιάφορη για τους μη-σινεφίλ, που βρίσκονταν απέναντι σε εν πολλοίς άγνωστες ταινίες. Αυτό όμως ήταν και το στοιχείο που ίσως διευκόλυνε την απονομή στο να γίνει επιτέλους πιο συμπεριληπτική και να δώσει μια σειρά από πρωτιές σε όσους τόσα χρόνια άφηνε στην αφάνεια.
Η Chloe Zhao πρώτευσε, όπως ήταν αναμενόμενο, στα βασικά βραβεία με το «Nomadland», και κατάφερε να γίνει η δεύτερη μόλις γυναίκα σκηνοθέτις και η πρώτη έγχρωμη γυναίκα που έλαβε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας αλλά και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας. Διόλου άδικα η Frances McDormand το γιόρτασε βγάζοντας την κραυγή του λύκου: λίγο αργότερα θα ανέβαινε ξανά στη σκηνή για να λάβει το τρίτο αγαλματίδιο της ταινίας (Α΄ γυναικείου ρόλου) για τη συγκλονιστική ερμηνεία της και κατακτώντας το τρίτο συνολικά Όσκαρ της στην κατηγορία, που την τοποθετεί αμέσως μετά την Katharine Hepburn (τέσσερα).
Σε άλλες πρωτιές, η Yuh-Jung Youn έγινε η πρώτη Κορεάτισσα και δεύτερη Ασιάτισσα που κέρδισε τον Β’ γυναικείο ρόλο, για το «Minari», αφήνοντας για άλλη μια φορά με άδεια χέρια την Glenn Close, η οποία πλέον έχει οκτώ υποψηφιότητες και καμία νίκη.
Η μεγάλη ανατροπή της βραδιάς όμως ήρθε στην ανακοίνωση του Α’ ανδρικού ρόλου, ένα βραβείο που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα δοθεί μετά θάνατον στον Chadwick Boseman για το ρόλο του στη «Θρυλική Μα Ρέινι». Αυτό πρέπει να είχαν στο νου τους και οι παραγωγοί της τελετής, οι οποίοι άλλαξαν την σειρά απονομής αφήνοντας την κατηγορία τελευταία, υπολογίζοντας σε ένα συγκινητικό φινάλε, όπου η χήρα του ηθοποιού θα ανέβαινε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο.
Τίποτα από αυτά δε συνέβη όμως, αφού ο Χοάκιν Φοίνιξ που εκτελούσε χρέη παρουσιαστή έβγαλε από το φάκελο το όνομα του Άντονι Χόπκινς, βυθίζοντας σε αμηχανία την τελετή: ο ηθοποιός απέσπασε το Όσκαρ για την ερμηνεία του στο δραματικό «The Father», τριάντα χρόνια μετά τη «Σιωπή των Αμνών», κατήργησε όμως κάθε έννοια κλιμάκωσης, αφού δεν βρισκόταν καν στο χώρο για να παραλάβει, λήγοντας έτσι άδοξα την τελετή.
Το «Mank» δεν κατάφερε να εξαργυρώσει το hype που είχε δημιουργήσει πριν την κυκλοφορία του, φεύγοντας με μόλις δύο βραβεία από τα δέκα για τα οποία ήταν υποψήφιο (σχεδιασμού παραγωγής, διεύθυνσης φωτογραφίας). Με δύο βραβεία έφυγε και το «Judas and the Black Messiah», εκείνο του β’ ανδρικού ρόλου για τον Daniel Kaluya αλλά και το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το «Fight For You» της H.E.R., δίνοντας της άλλη μία νίκη μετά τα Grammy. Η καλλιτέχνις κατά την παραλαβή του βραβείου της μίλησε για την υποχρέωση και ευκαιρία των μουσικών και σκηνοθετών να μοιραστούν την αλήθεια και την ιστορία όπως συνέβη, ενώ υποσχέθηκε πως δεν πρόκειται να πάψει να μάχεται για τους ανθρώπους της.
Το αγαλματίδιο για το καλύτερο soundtrack σήκωσαν οι Trent Reznor, John Batiste και Atticus Ross για τη μουσική επένδυση του «Soul», καθόλου απροσδόκητα για τη μουσική ταινία της Pixar, η οποία φυσικά απέσπασε και το καλύτερο animation. Το ντουέτο των Nine Inch Nails εξαργύρωσε με επιτυχία τη μία από τις δύο υποψηφιότητες στην κατηγορία, εφόσον συμμετείχε και με το «Mank». Τέλος, τον καλύτερο ήχο, που φέτος σύμπτυξε σε μία τις κατηγορίες Sound Editing και Sound Mixing, απέσπασε το «Sound of Metal».