Φίλοι, συγγενείς και η γειτονιά του Μπρούκλιν συμπρωταγωνιστούν στο «Biggie: I got a story to tell» που ανοίγει μία νέα οπτική στην επιρροή του Christopher Wallace στους φίλους του και την χιπ χοπ.
Απο την Άννα Φαρδή
26/03/2021
Οι θάνατοι καλλιτεχνών στην κορυφή της καριέρας τους αφήνουν πάντα ένα ερώτημα για την ποιότητα της υστεροφημίας τους: θα ήταν η ίδια αν δεν είχε διακοπεί τόσο ξαφνικά αφήνοντας ένα μαύρο στίγμα στην ποπ κουλτούρα; Το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix, «Biggie: I got a story to tell», επιχειρεί να απορρίψει την υπόθεση αυτή, γυρνώντας μας πίσω στη ζωή του Christopher Wallace και εξερευνώντας τον καλλιτέχνη όσο και τον φίλο/γιο/συνάδελφο, πίσω από την larger than life περσόνα που υιοθέτησε πάνω στη σκηνή.
Η στυγνή, και μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη, δολοφονία του το 1997, σε ηλικία 24 ετών, δεν γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όπως ούτε και η διαμάχη του με τον 2pac σε μια αναζωογονητική τροπή στην οπτική της ιστορίας του. Αντιθέτως, ο Notorious B.I.G. τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ ραπ και κρακ: βασιλιάς του πρώτου και σχεδόν βαρόνος του δεύτερου. Ή μήπως απλά ένας μαύρος έφηβος στην πιο γκέτο περιοχή της Νέας Υόρκης αποφασισμένος να εκπληρώσει όλες τις φαντασιώσεις του;
«Η ιστορία δε χρειάζεται να έχει τραγικό τέλος» διευκρινίζει εξ αρχής ο παραγωγός και φίλος του Biggie, Sean «Diddy» Combs, γνωστός και ως Puffy: ο άνθρωπος που δημιούργησε τις κινηματογραφικές ποιότητες της μουσικής του ράπερ, βάζοντας τον στην αφετηρία της νέας εποχής του χιπ χοπ και στέφοντας τον «βασιλιά». Στο ντοκιμαντέρ του Netflix, όμως, βλέπουμε τόσο το ραπ όσο και το γκάνγκστα∙ από την επική freestyle ραπ μάχη με τον Supreme στα σταυροδρόμια της γειτονιάς του, μέχρι την ανάδειξη του σε κύριο παίκτη της αγοράς ναρκωτικών στο ίδιο σημείο, το «Biggie» δεν του χαρίζεται καθόλου (τουλάχιστον όχι όσο αφορά στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες).
Σε ακυκλοφόρητο αρχειακό υλικό, βλέπουμε τον ράπερ ήδη από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας να γίνεται έμπορος ναρκωτικών στη γωνία των οδών Fulton και St. James Place και να παραμένει στο εμπόριο μέχρι και τις πρώτες του δισκογραφικές επιτυχίες, όταν ακόμα η ανασφάλεια για την οικονομική άνεση του ίδιου και της οικογένειας παρέμενε ισχυρή. Έχει αρχίσει να γίνεται ένα πολιτιστικό είδωλο του Brooklyn, όμως ο φόβος ότι μπορεί όλα να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή είναι δυνατότερος: δε θα αρχίσει, ωστόσο, να έχει πραγματική, ολοκληρωτική επιτυχία, παρά μόνο τη στιγμή που θα αποφασίσει να αφοσιωθεί στη μουσική του.
Φίλοι, συνεργάτες και συγγενείς περνούν μπροστά από την κάμερα του Emmett Malloy, σκηνοθέτη που έχουμε γνωρίσει από το ντοκιμαντέρ για τους White Stripes, «The White Stripes Under Great White Northern Lights», καθώς και πολλά βίντεο κλιπ. Οι πρώτοι φωτίζουν περισσότερο την επιρροή του Biggie στους γύρω του και λιγότερο την προσωπικότητά του. Από τα χειροποίητα βίντεο του παιδικού του φίλου Damion «D-Roc» Butler, όμως, αποκτάμε μια αφιλτράριστη ματιά στις μικρότερες στιγμές της καθημερινότητας τους: από τα παιχνίδια τους στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα λεωφορεία των περιοδειών, μέχρι το παραληρηματικό κοινό στα live του και την γιορτή της ζωής και της αγάπης στην οποία εξελίχθηκε η κηδεία του, γίνεται φανερό πώς ο B.I.G. επιδρούσε γεμίζοντας τους άλλους, ακόμα και στις πιο ενδοσκοπικές περιόδους του.
Από την οικογένειά του, τον μεγαλύτερο χρόνο στο ντοκιμαντέρ παίρνει η μητέρα του Violeta, μία από τις λίγες γυναίκες που εμφανίζονται ως σημαντικές στον περίγυρό του: μια επιλογή κάπως παράξενη, δεδομένου ότι αποσιωπάται η σημαντική σχέση του με την ράππερ Lil’Kim και κατ’ επέκταση οι δηλώσεις της για βίαιες συμπεριφορές. Αντίστοιχα, η μαρτυρία του τζαζίστα γείτονα του Donald Harrison μας εισάγει στο ταλέντο που επέδειξε από μικρή ηλικία, αλλά και τις προσπάθειες του μουσικού, όσο και του dj θείου του, Wallace, από τη Τζαμάικα, να τον μυήσουν στο ρυθμό.
Ο πραγματικός συμπρωταγωνιστής όμως είναι η ίδια η γειτονιά στην οποία μεγάλωσε ο Wallace και η ανθρωπογεωγραφία της, οι περιορισμένες ευκαιρίες που έδινε στους κατοίκους της να διασχίσουν τα σύνορα στην πιο τεταμένη περίοδο των νεοϋορκέζικων ‘90s, αλλά και η υποχρεωτική ενότητα που τους δημιουργούσε για την επιβίωσή τους. Οι δρόμοι του Μπρούκλιν (και όσοι χάθηκαν άδικα σ’ αυτούς) ήταν τελικά αυτό που έδωσε αίμα και οστά στο «αμερικάνικο όνειρο» του παιδιού που ξεκινάει από το γκετοποιημένο, με ρεκόρ δολοφονιών, «τίποτα», για να φτάσει σε ένα συχνά προβληματικό και ενδοσκοπικό, αλλά σίγουρα με μεγαλύτερες ανέσεις και επιτυχίες «τα πάντα»∙ και φυσικά να αλλάξει για τα καλά το μέλλον του χιπ χοπ στην πορεία.
Δες και αυτό: