Το συγκρότημα που εδραίωσε την EDM με μερικά από τα μεγαλύτερα dance hits της εποχής μας, έριξε τίτλους τέλους – η σπουδαία κληρονομιά του, όμως, θα μείνει για πάντα στα ηχεία μας.
Από τη Λιάνα Μαστάθη
26/02/2021
Η ιστορία τους ξεκινάει κοινότυπα, στην εφηβεία, τότε που έχεις όνειρα να αλλάξεις τον κόσμο και ακόμα περισσότερο, το θεωρείς εφικτό. Αυτό βέβαια, στην σκληρή πραγματικότητα της ενηλικίωσης, σπάνια συμβαίνει. Ευτυχώς, οι Daft Punk αποτελούσαν την εξαίρεση. Ο Guy-Manuel de Homem-Christo και ο Thomas Bangalter γνωρίστηκαν στο σχολείο, το 1987, όταν φοιτούσαν στο γυμνάσιο Lycée Carnot στο Παρίσι. Όπως πολλοί νέοι σε αυτή την ηλικία έχοντας ως κοινό παρονομαστή τη μουσική, άρχισαν να τζαμάρουν με τους συμμαθητές τους.
Το 1992, ο 18χρονος πλέον Guy Manuel μαζί με τον 17χρονο Thomas και τον 19χρονο Laurent Brancowitz δημιουργούν τους Darlin’, ένα indie rock γκρουπ εμπνευσμένο από το ομώνυμο τραγούδι των Beach Boys. Την ίδια χρονιά υπογράφουν στην Duophonic Records, μια εταιρία που ανήκει στο συγκρότημα Stereolab, και κυκλοφορούν δύο τραγούδια: τα Untitled 18 και Untitled 33. Το rock δεν ήταν το φόρτε τους, κάτι που συνειδητοποίησαν σύντομα και οι ίδιοι, διαλύοντας το group. Ήταν όμως μία αρνητική κριτική στο Melody Maker που σηματοδότησε το υπόλοιπο της καριέρας τους δίνοντάς τους το όνομα που τους έκανε διάσημους: η κριτική χαρακτήριζε τη μουσική τους ως «daft punky thrash» – «ανόητη πανκοθράς», σε ελεύθερη μετάφραση.
Με την αποχώρηση του Laurent από το σχήμα, το ντουέτο, ως Daft Punk πλέον, αποφάσισε ευτυχώς να ασχοληθεί με την ηλεκτρονική μουσική, συνδυάζοντας στοιχεία από τη house και την synth-pop. Το 1994 κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους single «The New Wave», έναν χρόνο μετά ακολουθεί το «Da Funk» και στα τέλη του 1996 κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ, το «Homework». Το Around the World απογειώνει τη φήμη τους, πηγαίνοντας στο Νο1 πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ο δίσκος αποτελεί ορόσημο, αλλάζοντας ριζικά το τοπίο στην ευρωπαϊκή χορευτική μουσική σκηνή, που μέχρι τότε δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, έχουν ήδη αρχίσει να οριοθετούν την πορεία τους και μαζί με τον μάνατζέρ τους, Pedro Winter, διεκδικούν και πετυχαίνουν από την αρχή της καριέρας τους απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο, διατηρώντας παράλληλα τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών τους.
Μέχρι να κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ τους, το «Discovery» το 2001, οι Daft Punk υιοθετούν την εμφάνιση που συνέβαλε στο μύθο τους. Φωτογραφίζονται με φουτουριστικές στολές, φορώντας κράνη, και επινοούν μια ιστορία ότι ένα ατύχημα στο στούντιο τους μετέτρεψε σε ρομπότ. Μέχρι σήμερα ελάχιστες φωτογραφίες υπάρχουν με τα πρόσωπά τους, τα οποία έκρυβαν επιμελώς καθ΄ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους.
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις τους ο Bangalter εξηγεί: «Δεν πιστεύουμε στο star system. Θέλουμε να επικεντρωθούμε στη μουσική. Προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε την ιδιωτική από την δημόσια πλευρά μας. Δεν θέλουμε να μας αναγνωρίζουν στο δρόμο. Όλοι μας έχουν αποδεχθεί με τις μάσκες και αυτό μας χαροποιεί. Η μουσική, άλλωστε, είναι το πιο προσωπικό πράγμα που μπορούμε να δώσουμε». Το «Discovery» σηματοδοτεί μια στροφή σε έναν disco ήχο, με τη μεγάλη επιτυχία «One more time» να υπογραμμίζει το «disco» του τίτλου και να κυριαρχεί στα clubs μέχρι και σήμερα.
Οι Daft Punk κυκλοφόρησαν το τρίτο στούντιο άλμπουμ τους, «Human After All», το 2005. Το ντουέτο υποστήριξε την κυκλοφορία του ξεκινώντας την πρώτη παγκόσμια περιοδεία τους, το «Alive», ερμηνεύοντας τις επιτυχίες τους μέσα από μια φωτιζόμενη τεράστια πυραμίδα. Η εμφάνιση τους στο Coachella Festival τον Απρίλιο του 2006 θεωρείται ιστορική, και για πολλούς ήταν εκεί που εντοπίζεται η γέννηση της EDM. Ένα ζωντανό άλμπουμ που καταγράφει την περιοδεία, το «Alive 2007», κέρδισε αργότερα το Grammy για το Best Electronic / Dance Album.
Το 2010 συνθέτουν το soundtrack του «Tron: Legacy», κάνοντας και μια cameo εμφάνιση στην ταινία, ενώ το 2013 κυκλοφορούν το τέταρτο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ τους, το «Random Access Memories»: έχοντας την disco πάλι ως έμπνευση, δημιουργούν έναν πιο αναλογικό ήχο χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα, και vintage vocoders. Στο δίσκο συμμετέχουν πολλοί επώνυμοι καλλιτέχνες όπως Nile Rodgers, Giorgio Moroder, Julian Casablancas, Paul Williams, Pharrell Williams και μουσικοί που είχαν συνεργαστεί στο «Off the Wall» του Michael Jackson.
Το αποτέλεσμα δικαιώνει το ντουέτο και εκτοξεύει τη δημοτικότητα τους, κερδίζοντας πέντε Grammy το 2014, μεταξύ αυτών και το βραβείο για άλμπουμ της χρονιάς . Το δε Get Lucky, εκτός από τη λίστα των βραβείων Grammy, βρέθηκε και στο Νο1 σε πάνω από 30 χώρες, έχοντας πουλήσει πάνω από 9.3 εκατομμύρια αντίτυπα.
Από το τότε το συγκρότημα σχεδόν αποσύρεται και αρνείται, παρά τις γενναιόδωρες προσφορές να κάνει περιοδεία. H τελευταία τους δισκογραφική εμφάνιση ήταν το 2016, όταν συνεργαστήκαν με τον The Weeknd σε δύο τραγούδια: τα Starboy και I Feel It Coming.
Μπορεί ως Daft Punk να κυκλοφόρησαν μόνο 4 στούντιο άλμπουμ σε 28 χρόνια, ατομικά όμως ασχολήθηκαν και με άλλα projects. Ο Thomas Bangalter έχει την δική του δισκογραφική εταιρία, την Roulé, έχει γράψει μουσική για ταινίες όπως το «Μη Αναστρέψιμος», έχει υπάρξει μέλος των συγκροτημάτων Stardust (Music Sounds Better With You) και Together και έχει συνεργαστεί ως παραγωγός με μεγάλα ονόματα όπως οι Bob Sinclar, Kanye West και Arcade Fire. Ο Guy-Manuel de Homem-Christo έχει επίσης τη δική του δισκογραφική, Crydamoure, και αυτός συνεργάζεται με μεγάλους καλλιτέχνες όπως Parcels, Kavinsky, Charlotte Gainsbourg, Cassius, και Sébastien Tellier.
Έτσι, ακόμη κι αν η ιστορία των δύο ρομπότ με τα κράνη φαίνεται να έχει τελειώσει, ο ήχος τους θα συνεχίσει να μας συνοδεύει για καιρό ακόμη…
Διάβασε και αυτό: