Δύο δεκαετίες μετά τη ρωγμή που έφερε η φιλόδοξη ταινία του Baz Lhurmann σε ένα κουρασμένο είδος, θυμόμαστε πόσο καινοτόμησε τελικά και πόσο άντεξε στον χρόνο.
Απο την Άννα Φαρδή
08/05/2021
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται στις 8 Μαΐου από την κυκλοφορία του «Moulin Rouge!», του κινηματογραφικού μιούζικαλ που ζωντάνεψε ένα νεκρό, σχεδόν, είδος. Η φιλόδοξη ταινία του Baz Lhurmann, με τους Nichole Kidman και Ewan McGregor στους πρωταγωνιστικούς ρόλους αψήφησε κάθε προσδοκία που την ήθελε καταδικασμένη να χαθεί στα τάρταρα του Box office, τετραπλασίασε τα έσοδα σε σχέση με το (ήδη ανεβασμένο) μπάτζετ της και κατάφερε να εκπληρώσει το όραμα του Αυστραλού σκηνοθέτη που επιθυμούσε να ξαναφέρει στα μιούζικαλ τη δόξα που τους αξίζει.
Με εμπειρία στη σκηνοθεσία της όπερας, ο Lhurmann μπήκε στο 2001 με φόρα, έχοντας στις αποσκευές του μία ταινία που λάτρεψε το κοινό: το «Romeo + Juliet» του 1996, σε μια σύγχρονη, εφηβική εκδοχή, είχε στρώσει το χαλί ώστε να τον εμπιστευτούν τα στούντιο αλλά και οι ηθοποιοί, και να του επιτρέψουν να δημιουργήσει την ταινία με τους δικούς του όρους. Είχε ήδη δοκιμαστεί στο είδος με το ντεμπούτο του το 1992 «Strictly Ballroom», όμως η ταινία με θέμα τους διαγωνισμούς χορού δεν είχε καταφέρει να υπερπηδήσει το camp θέαμά της. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στα μέσα των ‘90s τα μιούζικαλ πλέον σπάνιζαν και περιορίζονταν κυρίως στις animated εκδοχές παραμυθιών της «αναγέννησης της Disney». Πριν την οσκαρική υποψηφιότητα του «Moulin Rouge!» μάλιστα, το πιο πρόσφατο μιούζικαλ που είχε επιλεγεί από την Ακαδημία ανάμεσα στις υποψηφιότητες καλύτερης ταινίας ήταν η «Πεντάμορφη και το Τέρας», μια δεκαετία νωρίτερα (1991).
Ο Lhurmann όμως έθεσε πολλαπλά στοιχήματα, τα οποία κάλεσαν τους θεατές στις αίθουσες και τους άφησαν μουσικά και οπτικά ικανοποιημένους, κάνοντας το «Moulin Rouge!» ορόσημο μιας εποχής και υπαίτιο για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος στα μιούζικαλ. Αν σπάσουμε την ταινία στα επιμέρους στοιχεία της, θα διαπιστώσουμε ότι οι ιδέες δεν είναι τόσο καινοτόμες: μύησαν όμως μία νέα γενιά (και φυσικά το δυναμικό κοινό) σε τεχνικές και κόλπα του παρελθόντος που είτε είχαν ξεχαστεί, είτε τα έβλεπαν για πρώτη φορά.
Στην ταινία ακολουθούμε τον παθιασμένο, καταδικασμένο έρωτα μίας χορεύτριας καμπαρέ, της Satine (Nicole Kidman) και ενός απένταρου συγγραφέα, του Christian (Ewan McGregor), ο οποίος έχει πρόσφατα καταφθάσει στη Μονμάρτη αναζητώντας να γνωρίσει την έμπνευση, την ελευθερία και τον έρωτα. Από την αρχή μαθαίνουμε (σε αντίθεση με τον Christian) ότι η Satine πάσχει από προχωρημένη φυματίωση και θα πεθάνει: δε θα είναι αυτή όμως η πρώτη καταδίκη που θα γνωρίσει ο έρωτάς τους, αλλά η επίμονη πολιορκία του πλούσιου και κτητικού Δούκα, ο οποίος δέχεται να επενδύσει στο έργο που θέλει να ανεβάσει το καμπαρέ τους με τίμημα, φυσικά, την ίδια την Satine.
Moulin Rouge! Matthew Whittet, Garry McDonald, Ewan McGregor, Jim Broadbent, Nicole Kidman, Jacek Koman και John Leguizamo. Photograph: c.20thC.Fox/Everett / Rex Features
Η υπόθεση, που αντλεί στοιχεία εξίσου από τις όπερες «La Boheme» (Giacomo Puccini), «Traviata» (Guiseppe Verdi) και την οπερέτα «Ορφέας στον Κάτω Κόσμο» (Jacques Offenbach), πατάει στα ασφαλή μονοπάτια του καταραμένου έρωτα. Οι εκκεντρικοί, καλοσχεδιασμένοι χαρακτήρες, όμως, και ο φαντασμαγορικός κόσμος των γαλλικών καμπαρέ στο τέλος του 19ου αιώνα, ντύνουν την ιστορία με σκοτεινά, σουρεαλιστικά στοιχεία και την βάφουν στα κόκκινα. Χαρακτηριστικός, είναι ο Henri de Toulouse-Lautrec, που εμφανίζεται ως περφόρμερ και επικεφαλής του θιάσου «Spectacular Spectacular», στον οποίο προσχωρεί και ο Christian, και ο οποίος λειτουργεί ως από μηχανής θεός στην εξέλιξη της ιστορίας – διατηρώντας την δυσμορφία στα πόδια που έκανε διάσημο εκείνον και τους πίνακές του. Η εικονοποιεία του Lautrec, επίσης, διατρέχει την αισθητική της ταινίας, θυμίζοντας σε σημεία την τελευταία, κλιμακούμενη σκηνή μπαλέτου στον «Αμερικάνο στο Παρίσι» (Gene Kelly, 1951).
Η πολύβουη, πότε σαγηνευτική και άλλοτε αποτρόπαια, ζωή στο καμπαρέ, παρασύρει το θεατή στους ξέφρενους ρυθμούς της, χάρη στις φρενήρεις κινήσεις της κάμερας και τα cut ανά δευτερόλεπτο, που αποτυπώνουν συνεχώς νέα, αποσπασματικά, στιγμιότυπα των κατοίκων (και των ενοίκων) της νύχτας, φέρνοντας στο νου στιγμιότυπα από τα έργα του Bob Fosse, με τις σκληρές γωνίες του «Καμπαρέ» να συναντούν ένα πειραγμένο «All that… Mainstream Pop». Ταυτόχρονα, ακολουθώντας τα καλειδοσκοπικά διδάγματα του Busby Berkeley και τον κανόνα του Gene Kelly που θέλει την «κάμερα να χορεύει», ο θεατής μπλέκεται ανάμεσα στα πόδια των χορευτριών καν καν που στροβιλίζονται σε αδύνατες γωνίες και βρίσκεται μπροστά σε μια αδιάκοπη ροή κινήσεων – σχεδόν ασφυκτική, όσο και οι ζωές των πρωταγωνιστών.
Ο ρυθμός δεν πέφτει για κανένα λόγο, μόνο γίνεται όλο και πιο γρήγορος: κι αν παίρνουμε μια ανάσα με την εντυπωσιακή είσοδο της Nicole Kidman πάνω σε μία κούνια, μας την κλέβει τραγουδώντας το remix του Diamonds Are a Girl’s Best Friend, ντυμένη με (τι άλλο) διαμάντια και φτερά. Λίγο πριν έχει προηγηθεί μάλιστα η νέα βερσιόν του Lady Marmalade: η εκδοχή με τις φωνές των Christina Aguilera, Pink, Mya και Lil’ Kim έγραψε ιστορία για την συνεργασία ανάμεσα σε τέσσερις ντίβες-μεγαθήρια, αλλά και για το ότι κατάφερε να γράψει επιτυχία σε ένα κομμάτι θρύλο, που δεν είχε ανάγκη κανενός είδους ρεμίξ. Για την ιστορία, δύο χρόνια αργότερα το αυθεντικό κομμάτι των Labelle θα έμπαινε στο Rock ‘n’ Roll Hall of Fame. Το τραγούδι δεν παίζει ολόκληρο στην ταινία, αλλά μπλέκει με τη διασκευή του Smells Like Teen Spirit, σε ένα mash up βγαλμένο από τα όνειρα κάθε DJ.
Η επιλογή σύγχρονων, δημοφιλών τραγουδιών, σε mash ups και remixes ήταν ένα ακόμα από τα στοιχήματα που δικαίωσαν την ταινία. Δεν ήταν τόσο η επιλογή αυτή καθ’ αυτή που έφερε την καινοτομία – άλλωστε αν το δούμε ψύχραιμα, ακόμα και τα πρώτα μιούζικαλ «εποχής» χρησιμοποιούσαν μουσική του καιρού της παραγωγής τους, ενώ τα «jukebox» μιούζικαλ, όπως εκείνα του Elvis, βασίστηκαν ακριβώς πάνω στα δημοφιλή τραγούδια.
Ήταν αφενός η συμμετοχή δημοφιλών καλλιτεχνών (μετράμε μεταξύ άλλων τους David Bowie, Massive Attack, Beck, Fatboy Slim), που λειτούργησε ως «κράχτης» για τους θεατές, όσο και η μείξη στίχων ή στροφών από ετερόκλητα κομμάτια, τα οποία όμως έδεναν με μεγάλη φυσικότητα ηχητικά όσο και με το οπτικό περιεχόμενο. Ενδεικτικά, στο Elephant Love Medley μετράμε αποσπάσματα από εννιά διαφορετικά τραγούδια (όπως τα All You Need Is Love, I Was Made for Loving You, Don’t Leave Me This Way, Heroes), με το τραγούδι να γίνεται ένα έπος για την ερωτική εξομολόγηση. Το μοναδικό αυθεντικό κομμάτι της ταινίας είναι το «Come What May», το οποίο μάλιστα είχε αρχικά γραφτεί για το «Romeo + Juliet», το συγκινητικό back story όμως που το συνοδεύει ήταν αρκετό για να το ξεχωρίσει ανάμεσα στα πολύπλοκα remixes.
Τελικά το «Moulin Rouge!» είναι το μιούζικαλ της εποχής του MTV: Η βιντεοκλιπίστικη αισθητική μπολιασμένη με τα αιχμηρά, σουρεαλιστικά στοιχεία του παριζιάνικου υποκόσμου της Μπελ Επόκ και τις ευθείες αναφορές στα μιούζικαλ που έγραψαν ιστορία, χωρίς να κλέβει πόντους από την αφήγηση για τους δώσει στα μουσικά νούμερα, έφτιαξε ένα κράμα γοητευτικό, που έμαθε στους θεατές να τραγουδούν και πάλι στις ταινίες.